

Κάποιες φορές ένας άνθρωπος, χωρίς θόρυβο, γίνεται η σπίθα που ξυπνάει μέσα σου κάτι κοιμισμένο, σου βγάζει κάτι πιο μεγάλο από σένα. Σε ωθεί να ονειρευτείς και να δημιουργήσεις. Είναι σαν να φυσάει μέσα σου ένας άνεμος που σε σπρώχνει μπροστά, ακόμα κι αν εκείνος δεν το καταλαβαίνει πάντα. Η έμπνευση δεν είναι απαραίτητα εντυπωσιακή, μερικές φορές είναι λεπτή, χωρίς προσπάθεια, επειδή ο άλλος είναι απλά αυτός που είναι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν κραυγάζουν τη σοφία τους, ούτε φωνάζουν τις πράξεις τους.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν πως ένα τους βλέμμα έγινε καταφύγιο, πως μία τους φράση χαράχτηκε σαν τατουάζ μέσα σου, πως η παρουσία τους, η φυσικότητά τους, έγιναν για ‘σένα ήλιος μετά από βροχή. Ίσως δεν το έμαθαν ποτέ. Ίσως γιατί δεν προσπάθησαν να είναι τίποτα, παρά μόνο ο εαυτός τους. Και κάπου εκεί, γεννήθηκε η έμπνευση.
Δε χρειάζεται να φωνάξεις για να ακουστείς. Υπάρχουν εκείνοι που με ένα καφέ στην κουζίνα και δύο λέξεις χωρίς στόμφο, σε γεμίζουν, σε γαληνεύουν, σε γειώνουν, σου θυμίζουν πως μπορείς. Είναι εκείνοι που δεν έχουν ιδέα πόσα σημαίνουν και που λένε κάτι χωρίς να ξέρουν ότι σε λύτρωσε. Ένας άνθρωπος που σε άκουσε πραγματικά, για να σε καταλάβει κι όχι για να απαντήσει. Είναι εκείνος που σου αφήνει κάτι που δε φεύγει – τον τρόπο που κοιτάζεις τον εαυτό σου και τον τρόπο που επιτρέπεις πια στους άλλους να σε αγγίξουν.
Είναι οι άνθρωποι που νομίζουν ότι δεν κάνουν κάτι σπουδαίο, την ώρα που κάποιος τους σκέφτεται σαν ήρωες. Μπορεί να μην ανέβηκαν στη σκηνή, μπορεί να μην έσωσαν τον κόσμο, μα έσωσαν εσένα. Γι’ αυτό θα είναι πάντα το πιο φωτεινό χρώμα ανάμεσα σε αμέτρητα γκρι. Δεν τους φωνάζεις μέντορες, γιατί δεν τους αρέσουν οι τίτλοι. Μα όταν τους σκέφτεσαι, σκιρτάει το μέσα σου. Σου θυμίζουν πως μία μόνο παρουσία, μία ατάκα που ειπώθηκε με αφέλεια, μία πράξη που έγινε αυθόρμητα, σου χάραξε διαδρομή.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν ότι σου έμαθαν να πιστεύεις πάλι, να τολμάς, να μην εγκαταλείπεις. Μερικές φορές αυτοί οι άνθρωποι δε μένουν για πάντα. Κάποιοι εμφανίστηκαν για λίγο, σε μια δουλειά, σε ένα λεωφορείο, σε μία αίθουσα αναμονής, σε μία περίοδο κρίσης. Ήταν εκεί τη στιγμή που έπρεπε. Ήρθαν, τίναξαν μία δόση μαγικής σκόνης από το ραβδάκι τους κι έφυγαν. Άλλες φορές, είναι δίπλα σου ακόμη. Φίλοι που δεν κατάλαβαν ποτέ πόσες φορές σου έσωσαν τη μέρα με μία φράση τους. Συγγενείς που έγιναν παράδειγμα ζωής χωρίς να τους το πεις. Άνθρωποι που στάθηκαν απλώς κοντά σου, με ένα τρόπο που ένιωθες ελεύθερος κι εσύ.
Υπάρχει συγκίνηση στο να καταλαβαίνεις, ενδεχομένως ξαφνικά, πόσο σε διαμόρφωσε κάποιος που απλά έκανε το καλό χωρίς σκοπιμότητα. Που δεν είχε βλέψεις να γίνει πρότυπο. Που δεν ήξερε ότι κοιτάζοντάς τον, εσύ άρχισες να βλέπεις διαφορετικά τον κόσμο. Ίσως και να ένιωσε ότι αξίζεις πιο φωτεινούς ορίζοντες, πως πρέπει επιτέλους κάποιος να σε οδηγήσει εκεί. Και κάπου εκεί, νιώθεις μια ζεστασιά για όλους αυτούς που είναι παρόντες χωρίς φανφάρες, όπως το φως που γλιστρά απ’ τις γρίλιες νωρίς το πρωί. Όπως το πρώτο αεράκι του Σεπτέμβρη, που σου αλλάζει τη διάθεση. Δεν έμαθαν ποτέ ότι υπήρξαν έμπνευση σε σελίδες που γράφτηκαν χωρίς υπογραφή.
Μα αν ανοίξεις καλά τα μάτια, θα δεις. Υπάρχουν άνθρωποι που σου κράτησαν σταθερά το τιμόνι, για να χαμογελάς αλλιώς πια. Κάποιες φορές είμαστε τόσο απορροφημένοι από τα μεγάλα πρόσωπα, τις δυνατές δηλώσεις, τα αναγνωρίσιμα παραδείγματα, που ξεχνάμε το πιο δυνατό φως: εκείνο που δεν προσπαθεί να το δεις, μα το νιώθεις.
Αν είχες ποτέ την τύχη να συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο, να του το πεις. Κι ίσως, να είχες την τύχη να είσαι ο ίδιος πηγή έμπνευσης χωρίς να το αντιληφθείς. Ίσως να υπήρξες το σπίρτο σε μια εποχή γεμάτη νύχτες. Η έμπνευση που φυτρώνει εκεί που δεν το περιμένεις. Μην υποτιμάς τη δύναμη της απλότητας, γιατί εκεί κρύβεται η επανάσταση. Κάπου, κάποιος ανασαίνει καλύτερα επειδή υπήρξες εσύ. Κι αν δεν το ξέρεις ακόμη, το ταξίδι σου έχει ήδη αλλάξει κόσμους. Με το “είμαι εδώ” που είπες και τη θέρμη που δίνεις γύρω σου.
Ζήσε, λάμψε, εμπνεύσου- γιατί είσαι η αθέατη επανάσταση της ζωής.