Το ρητό «Αυτοί που έχουν ένα “γιατί” για να ζουν, μπορούν να αντέξουν σχεδόν οποιοδήποτε “πώς”» άφησε ως παρακαταθήκη στον κόσμο της φιλοσοφίας ο Φρίντριχ Νίτσε και σίγουρα υπάρχει λόγος που αυτές οι λέξεις αντέχουν στο χρόνο και ξεχωρίζουν ανάμεσα στην πληθώρα άλλων ρήσεων. Αν έστω και μια φευγαλέα στιγμή αυτή η φράση διάβηκε το μυαλό μας, την ψυχή μας ή και τα δύο, δεν είναι τυχαίο, διότι είναι η αφετηρία του χάρτη μας. Η ζωή κατέχει το προνόμιο να μας θυμίζει πως δεν περιβάλλεται από ροζ ουτοπίες, αλλά από ένα όραμα, μοναδικό για τον κάθε ένα από εμάς που αναπνέουμε, αναλύουμε, αντέχουμε να απαντήσουμε δυναμικά με ένα όχι σε εκείνο το κουρασμένο “παράτα τα” που είπαμε μια στιγμή στον εαυτό μας. Η πτώση, η κάθοδος, όπως κανείς κι αν την ονομάσει, δεν είναι ήττα, παρά ανάσα που μας οδηγεί πιο κοντά στον προσωπικό σκοπό μας.
Η ίδια η ροή της ζωής μας ταΐζει με “πώς”. Πώς να είμαστε ευτυχισμένοι κι επιτυχημένοι, πώς να μοιάζουμε εμφανισιακά, πώς να κινούμαστε και να φερόμαστε, πώς να αποδίδουμε καλύτερα στην καθημερινότητά μας κι ο πάπυρος με τις οδηγίες χρήσης για το πώς να είμαστε άνθρωποι εν τέλει, μοιάζει να είναι ατελείωτος. Σπανίζει κάποιος να μας ρωτήσει ακόμα και γιατί σηκωνόμαστε το πρωί από το κρεβάτι μας, γιατί δεν καταρρέουμε όταν γύρω μας οι συνθήκες δεν είναι υπέρ μας, γιατί αξίζει σθεναρά να συνεχίζουμε. Οι απαντήσεις σε αυτά και σε τόσα άλλα “γιατί” είναι η αλήθεια που φυλάει σε ατομικό χρυσό σεντούκι το μέσα μας. Δε μας τη δίνει κανείς έτοιμη, τη γεννάμε από τη φλόγα που καίει εντός της ύπαρξή μας. Όταν, λοιπόν, τη βρούμε, είναι σαν να ανακαλύψαμε μία κρυμμένη πυξίδα στο βάθος της θάλασσας, που ανέμελα κολυμπούσαμε με ή χωρίς αναπνευστήρα. Είναι αβέβαιο αν αυτό το “γιατί” θα λειτουργήσει σαν ομπρέλα προστατεύοντάς μας από τις βροχές, θα μας κρατήσει, όμως, γειωμένους και προσανατολισμένους, εφόσον το κρατάμε ενεργό και ηχηρό.
Μην ξεγελιόμαστε, η ζωή είναι απλά επιβίωση χωρίς τον σκοπό μας, χωρίς το νόημά μας, χωρίς τη δύναμη που συγκρατεί τη σπονδυλική μας στήλη όρθια. Το αποτύπωμά μας αφορά το βαθιά υπαρξιακό “γιατί” μας, που θα επηρεάσει την οπτική μας σε κάθε εμπόδιο που θα προσπεράσουμε μη αναλογιζόμενοι τον τρόπο που θα συμβεί. Αρκεί να το θεωρήσουμε ως απαραίτητη διαδικασία στη διαδρομή μας κι όχι ως αδιέξοδο. Όταν έχουμε τον λόγο να ζήσουμε, δε ζυγίζουμε τον τρόπο, ούτε τον κόπο. Τότε ανασαίνουμε δίχως μάσκα οξυγόνου, παίρνουμε ρίσκα, βουτάμε στο πρωτόγνωρο και δε βολευόμαστε στην ιδέα μιας κατασκευασμένης ασφάλειας. Είμαστε οπλισμένοι με θάρρος προς τον αληθινό σκοπό μας κι ας ταράζονται τα νερά μας.
Ακόμα κι αν ορισμένα σημεία της πορείας μας στραβώνουν, δεν εγκαταλείπουμε το όραμά μας, γιατί αυτό είναι κι αυτό είμαστε. Όταν το βρούμε, δεν το εγκαταλείπουμε, διότι θα είναι λιποψυχία. Ο άνθρωπος που αντέχει, έχει φέρει τον εαυτό του απέναντι, είναι συνειδητοποιημένος ότι θα χρειαστεί να έλθει αντιμέτωπος με κάποια τιμήματα, αλλά γνωρίζει ακριβώς γιατί μοχθεί. Έχει αποφασίσει να μην εγκαταλείψει. Άλλωστε, η παραίτηση από τον σκοπό μας είναι πιο οδυνηρή από τον κόπο της συνέχισής του. Νιώθουμε σαν σώματα άδεια, που περιπλανώνται χωρίς να δημιουργούν και να διεκδικούν. Είναι το κάθε μας “γιατί” που μας καθοδηγεί στην προσωπική τροχιά μας, που μας απελευθερώνει για να ζήσουμε με τον τρόπο που θέλουμε κι όχι με εκείνον που μας υπαγορεύεται.
Βέβαια, ο σκοπός δε μας χαρίζεται, είναι όμως δώρο μόλις τον μετατρέψουμε σε κτήμα μας και λάβει τη μορφή που επιθυμούμε. Συνήθως η αναζήτηση και η απόφαση του σκοπού μας δεν είναι εύκολη, ούτε ρομαντική. Ίσως να γεννηθεί από κάποια πληγή που συνοδεύεται από απάθεια και μηχανική στάση ζωής, αλλά έχουμε ευθύνη να τον βρούμε και να τον εμπιστευτούμε. Δεν είναι ποτέ αργά να ξανασυστηθούμε, ακόμα και να αλλάξουμε κατεύθυνση, αν ένας άλλος δρόμος γεμίζει με νόημα τη ζωή μας. Είναι η πιο σημαντική πηγή της προσωπικής μας ενδυνάμωσης, είναι θεμέλιο της αντίληψης του εαυτού μας, του περιβάλλοντός μας και των επιλογών μας.
Όταν έχουμε ένα λόγο να ζούμε, είμαστε αυτόφωτοι. Θα προβληματιστούμε για ό,τι στράβωσε, θα δυσκολευτούμε αν δεν κατανοούμε τις γεμάτες θόρυβο σκέψεις μας, όμως για την αγάπη πρωτίστως προς εμάς έχουμε χρέος να ζήσουμε με βάση τα δικά μας μέτρα. Είναι όλα όσα έχουν νόημα για την ατομικότητά μας, ώστε να μην παρεκκλίνουμε, παρά να εκφραζόμαστε για εκείνα που μας συγκινούν και ορίζουν ελεύθερα το “γιατί” μας. Κανένα “πώς” δεν είναι αρκετό για να μας σταματήσει, όσο κατά την κάθοδο προς το βάθος μας οδηγούμαστε προς την άνοδό μας. Ο τρόπος που λειτουργούμε, που αισθανόμαστε και χαιρόμαστε είναι το “γιατί” μας, ως λυτρωτική αλήθεια μας, που δεν επηρεάζεται και δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
