Μεγάλη παγίδα η ψευδαίσθηση. Δημιουργεί προσδοκίες και εσφαλμένες εντυπώσεις. Καλλιεργεί στάσεις και συμπεριφορές που αργότερα εκ των πραγμάτων θα καταρρεύσουν σαν χάρτινος πύργος. Κι αυτό έπαθα. Και σίγουρα δεν είμαι η μόνη.

Εξίσου οδυνηρή η παραδοχή της πραγματικότητας, κυρίως διότι μάς φέρνει αντιμέτωπους με τις πράξεις μας. Ξεκαθαρίζει καταστάσεις, αποκαλύπτει την αλήθειες και ρίχνει φως στα σκοτάδια της ψυχής. Αλλά αυτή η παραδοχή οδηγεί στην κάθαρση. Ψυχής και μυαλού. Των πάντων όλων. Και αυτό έπαθα.

Γι’ αυτό σού οφείλω μια εξήγηση. Πρέπει να σού πω, πρέπει να καταλάβεις γιατί έμεινα. γιατί δεν έφυγα νωρίτερα.  Κυρίως για μένα θα είναι αυτή η εξήγηση. Να με ακούσω και να μού δώσω άφεση. Δεν το συγχώρησα ποτέ στον εαυτό μου. Ήμουν εκεί, πάντα εκεί και περίμενα. Άντεχα, υπέμενα, υπέμεινα. Πρέπει να σου εξηγήσω, να σου πω γιατί έμεινα, να σού πω τι νόμιζα.

Άντεχα, όχι διότι ήμουν καλά, όχι διότι έπαιρνα όσα έδινα ή όσα άξιζα, αλλά διότι νόμιζα ότι έτσι αγαπούν. Ότι έτσι είναι η αγάπη, έτσι είναι οι σχέσεις. Νόμιζα ότι άμα αγαπάς πραγματικά δε φεύγεις. Γιατί αν φύγεις πάει να πει πως δεν προσπάθησες, πως δεν έδωσες ευκαιρία.

Μεγάλη παγίδα και ο φόβος. Φοβόμουν την μοναξιά, φοβόμουν να μείνω μόνη μου και να χάσω εκείνο που εγώ θεωρούσα αγάπη. Ικανοποιούμουν με τα ψίχουλα και με το λίγο.΄ Έλεγα ότι όλοι αυτά ζουν, οι σχέσεις δεν είναι πάντα ρόδινες, έχουν σκαμπανεβάσματα και  διακυμάνσεις.

Έπειθα τον εαυτό μου να μείνει ακόμα λίγο, έλεγα θα αλλάξουν τα πράγματα, θα καταλάβεις, δε θα φταίω πάντα εγώ, δεν θα είμαι πάντα εγώ στην απ’ έξω. Μπέρδευα τις δυσκολίες με την έλλειψη σεβασμού. Άκουγα το δικό σου «ακόμα λίγο και θα φτιάξουν τα πράγματα»

Ένιωθα το σφίξιμο στο στήθος, τον κόμπο στο στομάχι και έσφιγγα τα δόντια κι έλεγα  «έτσι είναι η αγάπη, πονάει αλλά στο τέλος είναι όμορφη». Κατάπινα την απαξίωση και την υποτίμηση. Δεχόμουν αδιαμαρτύρητα τις υπεκφυγές, το λίγο που θα γινότανε πολύ όταν, άμα, κάποτε.

Δεν ήταν αγάπη αυτό που ζούσαμε. Δεν ήταν ούτε Τιτανικός, όμως, όπως έλεγε ο προσφιλής Λαυρέντης. Γιατί αν ήταν Τιτανικός και για τους δύο, θα βλέπαμε το παγόβουνο, θα βλέπαμε την επερχόμενη καταστροφή, θα προσπαθούσαμε να αλλάξουμε ρότα, να πάμε αλλού, να αποφύγουμε τη σύγκρουση.

Ζούσα σε μια ψευδαίσθηση. Συγχωρούσα και υπέμενα τα πάντα στο όνομα μιας αγάπης που δεν ζούσα, μιας σχέσης που δεν υπήρχε.

Δε με είχα μάθει να με αγαπώ και να με σέβομαι. Το κατάλαβα αργά. Πρώτο το κατάλαβε το σώμα μου και ξεκίνησε να αντιδρά. Γέρασε και σκούριασε. Δεν έπαιρνε την αγάπη που έδινε και δεν ένιωθε ζωντανό. Ξυπνούσε κουρασμένο και κοιμόταν μαραζωμένο. Έτρωγε για να καλύψει το κενό ή δεν έτρωγε για να είναι επιθυμητό. Μετά γέρασε και η ψυχή. Ένιωθε άδεια, δεν μπορούσε να λειτουργήσει.

Και τότε τα είδα. Όλα όσα αρνιόμουν να δω, όλα όσα δεν μού έλεγα και δεν παραδεχόμουν. Όλα όσα ζούσα και δεν έπρεπε να ζω. Όλα όσα αποδεικνύουν ότι αυτό δεν είναι αγάπη.

Έφυγα αργά. Πιο αργά από αυτό που έπρεπε. Πιο αργά από αυτό που μπορούσα να παραδεχτώ. Και δεν έφυγα αλώβητη. Έφυγα με πόνο, ανασφάλεια, απογοήτευση. Για τα χρόνια που έχασα, τον καιρό που έφυγε, τις μέρες που πέρασαν ανεπιστρεπτί.

Έφυγα όμως και με γνώση. Ή καλύτερα με επίγνωση. Του εαυτού μου και των αντοχών μου. Αλλά και του ότι μέτρο της αγάπης δεν είναι η αντοχή αλλά ο σεβασμός. Δεν είναι η ανασφάλεια αλλά η ασφάλεια. Μέτρο είναι η ελευθερία, η αξιοπρέπεια.

Κι αν έμεινα πιο πολύ από όσο έπρεπε ήταν γιατί νόμιζα ότι έτσι είναι η αγάπη. Μα τώρα πια ξέρω. Και έχω αλλάξει.

 

 

Συντάκτης: Χριστιάνα Δεμέναγα