Κάθε κείμενο που αποτελεί προσωπική εξομολόγηση περιέχει και ένα κομμάτι της ψυχής του γράφοντα (γράφουσας στην προκειμένη), το οποίο είναι διατεθειμένος να δει αποτυπωμένο με λέξεις. Και να κάνει αναγνώστες και κοινό κοινωνούς των σκέψεων και των συναισθημάτων του.

Από μικρό παιδί υπήρξα λεπτή. Ψηλόλιγνη, κληρονομικό χαρακτηριστικό από τους γονείς μου. Η ενασχόλησή μου με το μπαλέτο το ενίσχυσε και εγώ, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, διατηρούσα ένα όμορφο, με τη συμβατική και πεπερασμένη έννοια του όρου, σώμα. Στη δεκαετία του ’90 τα ερεθίσματα ήταν πολύ διαφορετικά από τα σημερινά, οι εικόνες που έφταναν σε μας έδειχναν πολύ συγκεκριμένα πρότυπα και οι προσλαμβάνουσες της νεολαίας ήταν όλα εκείνα τα μοντέλα (ηθοποιοί, τραγουδιστές, παρουσιαστές) που φιγουράριζαν στα περιοδικά της εποχής.

Τα προσβλητικά επίθετα για την εξωτερική εμφάνιση ακούγονταν έντονα στα σχολεία και στις αλάνες, σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν ξεστόμιζαν λέξεις όπως εκφοβισμός, ρατσισμός, σεξισμός, παρενόχληση. Και γιατί δεν τις ήξεραν και γιατί έτσι είχαν μάθει να πορεύονται. Αυτό ήταν το φυσιολογικό γι’ αυτούς, αυτό είχαν μάθει, αυτό έπρατταν. Τα άκουγα αυτά τα επίθετα, τα άκουγα παντού, αλλά δεν με άγγιζαν. Δεν ήμουν «χοντρή». Ξεκίνησα, βέβαια, να τα ακούω για τα γυαλιά που φορούσα. Εκείνα τα χοντρά, μυωπικά γυαλιά που παραμόρφωναν το πρόσωπο και τα μάτια μου. Έδωσα αγώνα, πραγματικό αγώνα με τους γονείς μου να βάλω φακούς, αλλά έπεσα σε τοίχο. Αδιαπέραστο. Αμετακίνητο πείσμα. Μού το αρνήθηκαν. Κι εγώ δεν είχα τα κότσια να επιμένω. Δεν είχα επιχειρήματα να αντιτάξω. Το δέχτηκα. Το αποδέχτηκα σαν τετελεσμένο και όταν άκουγα τη λέξη «κουκουβάγια» πίσω από την πλάτη μου (κυριολεκτικά και μεταφορικά) έσκυβα το κεφάλι. Δεν έκλαιγα, ήξερα ότι δεν ωφελεί.

Αλλά, ευτυχώς, ήμουν λεπτή. Έτσι έλεγα. Μπορούσα να φοράω κοντές φούστες και κοντά μπλουζάκια και στενά παντελόνια και κοντά παντελόνια και όλα εκείνα που αρέσουν στις απανταχού έφηβες, διαχρονικά. Ένας τραυματισμός σε ανύποπτο χρόνο με καθήλωσε στο κρεβάτι για δύο μήνες και ακολούθησε ο Γολγοθάς των Πανελληνίων. Το άγχος, η απογοήτευση επειδή σταμάτησα το μπαλέτο, η αγωνία και η κούραση, με οδήγησαν στο φαγητό. Το ανθυγιεινό αλλά νόστιμο φαγητό. Με ανακούφιζε, μού έδινε ενέργεια, με ξεκούραζε. Δεν σκεφτόμουν τίποτα όταν έτρωγα. Απλώς απολάμβανα.

Η πραγματικότητα με χτύπησε κατακούτελα όταν τέλειωσα τις εξετάσεις και είχα εξασφαλίσει θέση στο Πανεπιστήμιο και την πόλη που ονειρευόμουν πάντα. Τα ρούχα μου δεν μου έκαναν. Κανένα. Πρέπει να επεσυνέβη κάπου μεταξύ διαβάσματος, φροντιστηρίων, ξενυχτιού και άγχους. Το περίεργο ήταν ότι δεν θορυβήθηκα. Δεν είπα ως εδώ και μη παρέκει, δεν έβαλα φρένο στον εαυτό μου. Ούτε όταν άκουσα κάποιον να με αποκαλεί σε ένα πάρκο (νομίζοντας ότι δεν τον άκουγα) χοντρή φάλαινα, με άγγιξε. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Ίσως να καταγράφηκε στο υποσυνείδητό μου, ίσως και όχι. Στη μνήμη μου πάντως, σίγουρα.

Τα φοιτητικά χρόνια μου ήταν τα πιο ανέμελα της ζωής μου. Υπέροχα και μοναδικά. Η λίστα των επιθέτων μπορούσε να συνεχίσει αλλά νομίζω απέδωσα το νόημα. Επίσης, συνοδεύτηκαν από φαΐ. Πολύ, σε ακατάστατες ώρες, με ακατάστατους συνδυασμούς και συνεχόμενο. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι δεν έβαλα τόσα πολλά κιλά. Ανάλογα του φαγητού που καταβρόχθιζα. Έχει σημασία το ρήμα που χρησιμοποίησα. Υπήρχαν πολλές στιγμές που ένιωθα ότι καταβρόχθιζα με μανία το φαγητό. Αν με έβλεπε κάποιος να τρώω, θα νόμιζε ότι ήμουν νηστική μέρες. Και πάλι, δεν στάθηκα, δεν το αξιολόγησα σωστά, δεν το διάβασα στις σωστές του διαστάσεις.

Φορούσα ριχτά ρούχα, άχαρα, σκούρα χρώματα που σίγουρα μου πρόσθεταν χρόνια, αλλά δε με ένοιαζε. Περνούσα καλά κι αυτό είχε σημασία για μένα. Δεν θυμάμαι αν οι πιο κοντινοί μου φίλοι μού το έλεγαν, αλλά και αυτό να συνέβαινε, εγώ ζούσα στη μακαριότητά μου.

Όταν αυτή η όμορφη περίοδος τελείωσε και επέστρεψα στην πόλη μου, οι συνήθειές μου δεν άλλαξαν. Με τη διαφορά ότι τώρα δεν περπατούσα τόσο πολύ. Τα κιλά στοιβάζονταν, άλλαζα νούμερο στα ρούχα πολύ συχνά και είχα σπάσει και επίσημα το φράγμα των 100 κιλών. Λένε, και εμπειρικά το επιβεβαιώνω, ότι για να επέλθει η μεγάλη αλλαγή στη ζωή ενός ατόμου πρέπει να το αποφασίσει το ίδιο άτομο, χωρίς καμιά εξωτερική πίεση ή παρέμβαση. Στην περίπτωσή μου, έτσι ακριβώς έγινε.

Έμενα ακόμα στο πατρικό μου, ήταν μια συνηθισμένη μέρα, ντυνόμουν για να βγω (ευτυχώς τα κιλά μου δεν είχαν επηρεάσει την κοινωνική μου ζωή) και περνώντας η μητέρα μου μού είπε, με τον πιο μειλίχιο κι ευγενικό τρόπο ότι είχε έρθει, ίσως, η στιγμή να πάω γυμναστήριο. Δεν αντιμίλησα, δεν αμύνθηκα, το μόνο που είπα ήταν εντάξει, και από Δευτέρα το έκανα πράξη. Αθόρυβα στην αρχή, χωρίς να περιμένω κάτι. Το έκανα και για να γεμίζω τα απογεύματά μου. Και επειδή μού άρεσε η κίνηση και ο χορός, βρήκα προγράμματα ενδιαφέροντα και δεν τα παράτησα. Ήταν Γενάρης του 2009.

Ο οργανισμός μου ανταποκρίθηκε αμέσως και με μεγάλη ευκολία. Δειλά δειλά ξεκίνησα να χάνω τα πρώτα μου κιλά και τα ρούχα μού ήταν πλέον μεγάλα. Σε αυτό το σημείο αποφάσισα να το συνδυάσω και με μια προσεγμένη διατροφή. Βρήκα έναν ειδικό (για πιο ολοκληρωμένα αποτελέσματα, όπως μού είπαν) και ξεκίνησα το ταξίδι μου. Μπήκα στο νόημα και ακολουθούσα πιστά, σαν ένα υπάκουο, πειθαρχημένο στρατιωτάκι, οδηγίες που μού έδιναν. Και όσο έβλεπα αποτελέσματα, τόσο πιο εμμονική γινόμουν. Δεν παρέκκλινα ούτε και σε ένα γιώτα. Έτρωγα μόνο ό,τι και όσο επιτρεπόταν. Γυμναζόμουν καθημερινά, ακόμα και δίωρα. Δεν έχανα καμιά προπόνηση, το να μην πάω γυμναστήριο δεν ήταν επιλογή. Πίεζα το πρόγραμμά μου όταν δεν έβγαινε για να πάω. Πήγαινα σε εστιατόριο και παράγγελνα σαλάτα με κοτόπουλο. Και ανέβαινα στη ζυγαριά καθημερινά. Ήθελα να βλέπω τα αποτελέσματα των κόπων μου.

Άλλαξα όλη μου την γκαρνταρόμπα, πλέον μπορούσα να φορώ στενά παντελόνια, κοντά φορέματα, βερμούδες, μαγιό. Άκουγα κολακευτικά σχόλια από γνωστούς και φίλους και χαιρόμουν. Και όσο έβλεπα αλλαγή, τόσο επέμενα. Δεν έτρωγα γλυκά, έτρωγα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν δεν μπορούσα να το αποφύγω. Και την επομένη, εκτός του ότι είχα απίστευτες τύψεις, έτρεχα να βρω τρόπο και τόπο να γυμναστώ για να αποβάλω τις «κακές» θερμίδες. Πίστευα ότι αν έτρωγα μια μερίδα «μη επιτρεπόμενου» φαγητού, την επόμενη μέρα το αγαπημένο μου τζιν δεν θα μού έκανε. Θεωρούσα ότι θα φορούσα ξανά εκείνα τα άχαρα, φαρδιά ρούχα που με έκαναν να φαίνομαι μεγάλη.

Η προσήλωσή μου στο πλάνο μου δεν γνώριζε διακοπές ή παύσεις. Πήγαινα για σαββατοκύριακο στην αγαπημένη μου κουμπάρα και κουβαλούσα μαζί μου τα φαγητά μου (πράσινα μήλα, ξηρούς καρπούς, βρώμη). Πήγαινα για φαγητό και αν το μενού δεν είχε κάτι που έτρωγα, έμενα νηστική. Επέλεγα εστιατόρια και καφέ βάσει του μενού τους, αν δεν είχαν σαλάτες ή φαγητά στη σχάρα, αρνιόμουν ευγενικά την πρόσκληση. Θυμάμαι πολλά τέτοια περιστατικά αλλά δύο είναι εκείνα που χαράχτηκαν στη μνήμη μου και τώρα που κοιτάζω πίσω, σκέφτομαι ότι ενδεχομένως να ήμουν όντως υπερβολική.

Το πρώτο ήταν όταν πήγα διακοπές με την κουμπάρα μου στην Ιταλία. Εκτός από το ότι έφαγα πίτσα, παγωτό και μακαρόνια σε πολύ ελεγχόμενες ποσότητες και όχι καθημερινά, μια μέρα που γυρίζαμε βλέποντας αξιοθέατα, καταλήξαμε σε μια πλατεία, όπου το μόνο εστιατόριο ήταν ένα φαστφουντάδικο. Δεν μπορούσα να μην πάμε, δεν είχαμε χρόνο να ψάχνουμε αλλού, άρα η μόνη επιλογή ήταν να μπούμε. Δεν έφαγα. Πεινούσα πολύ, ήμουν εξαντλημένη από το περπάτημα, την ορθοστασία και την ζέστη, αλλά δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου. Έβγαλα από την τσάντα μου μια χούφτα αμύγδαλα για να ξεγελάσω την πείνα μου και ήπια και πολύ νερό. Η συνταξιδιώτισσά μου με έβλεπε παράξενα αλλά με είχε ήδη μάθει και πέραν από ένα σχολιασμό, δεν με επέκρινε.

Το δεύτερο, ήταν λίγο καιρό αργότερα, σε ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι φίλης μου. Πήρα μαζί μου τη σαλάτα μου. Ήξερα ότι θα εκεί θα είχε πίτσες και πατατάκια, εγώ δεν ήμουν διατεθειμένη να φάω επεξεργασμένες τροφές και σκέφτηκα να πάρω την πατατοσαλάτα μου. Ναι, την πήρα. Σε μπολ δικό μου. Εξήγησα στους παρευρισκόμενους το πώς και το γιατί, έκαναν ότι καταλαβαίνουν και συμφωνούν μαζί μου, προφανώς για να μη με κάνουν να νιώσω άσχημα, και κατά τα άλλα πέρασα υπέροχα. Γι’ αυτό το περιστατικό, νομίζω δεν υπάρχουν αρκετά επίθετα να με χαρακτηρίσουν, παρόλο που κανένας από τους συνδαιτυμόνες δεν επανήλθαν για να πουν το οτιδήποτε για τη στάση μου.

Η στοχοπροσήλωση συνεχίστηκε αμείωτη. Πήγαινα γυμναστήριο, αν ήμουν σε διακοπές έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω περπάτημα, έτρωγα και μετρούσα τις θερμίδες, πήγαινα στο σούπερ μάρκετ και κοίταζα για ώρες τη θερμιδική ανάλυση των τροφίμων, έψαχνα εναγωνίως καταστήματα με βιολογικά προϊόντα ή τρόφιμα υγιεινής διατροφής και έγραφα σε ημερολόγιο τι έτρωγα κάθε μέρα. Κάθε πρωί, μεσημέρι, βράδυ, έπρεπε να καταγράψω πόσες θερμίδες προσέλαβα. Και στο τέλος της εβδομάδας έκανα τη σούμα. Αν ήμουν «καλή» μαθήτρια, επιβράβευα τον εαυτό μου. Όχι με φαγητό. Με ένα παντελόνι, μια μπλούζα, οτιδήποτε μού άρεσε. Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω τη σύνδεση που έκανα στο μυαλό μου και τους συσχετισμούς, αλλά με βόλευε και δεν πολυέψαχνα το γιατί.

Στη γυμναστική μου πήγαινα ακάθεκτη. Πλέον, είχα ξεκινήσει δύο ειδών γυμναστική, και σε στούντιο πιλάτες και σε συμβατικό γυμναστήριο. Πήγαινα από το ένα στο άλλο. Ήθελα τρεις ώρες την ημέρα. Με ρωτούσαν όλοι αν κουράστηκα, πώς μπορώ και πώς αντέχω και απαντούσα χαρούμενη και περήφανη ότι μού άρεσε. Καμάρωνα τον εαυτό μου. Εγώ, το παχουλό κορίτσι των 106 κιλών, είχε καταφέρει να γίνει 68!

Το πρόγραμμα συνεχιζόταν απαρέγκλιτα σε γιορτές και σκόλες. Δεν είχα διακοπές, δεν σταματούσα ποτέ.

Ήταν Χριστούγεννα, αν δεν απατώμαι, επομένη της Πρωτοχρονιάς. Είχα ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, ήμουν κουρασμένη αλλά οι τύψεις μου δεν μού επέτρεπαν να μην πάω γυμναστήριο. Έφτασα εκεί, σερνόμουν πραγματικά, άλλαξα και ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω. Το πρόγραμμα ήταν έντονο, εγώ κουρασμένη και έξω ήταν κρύο. Για σχεδόν μια ώρα, χτυπιόμουν. Δεν θυμάμαι και πολύ τι σκεφτόμουν κατά τη διάρκειά του, θυμάμαι ότι προς το τέλος ένιωσα πραγματικά αδύνατη, έτρεμα και ήμουν χλωμή. Σκέφτηκα να συνεχίσω αλλά τα πόδια μου δεν με σήκωναν. Το επόμενο που έγινε ήταν να ξαπλώσω στο πάτωμα και να έχω από πάνω μου έναν άγνωστο. Δεν ήταν ακριβώς άγνωστος, ήταν «συναθλητής» μου αλλά δεν ήξερα το όνομά του. Ήταν γιατρός και με βοηθούσε να συνέλθω. Μού συνέστησε να πάω σε ένα ιατρικό κέντρο να με δουν και να μού δώσουν οδηγίες.

Πήγα. Με βαριά καρδιά αλλά πήγα. Ο εφημερεύων, γελώντας, με συμβούλεψε να πάω σπίτι μου και να φάω. Η αδυναμία μου οφειλόταν σε προφανείς παράγοντες, σε εξάντληση σώματος και μυαλού, και έπρεπε να κάνω κάτι. Ο γιατρός μού μιλούσε σαν να ήμουν κόρη του. Με συμβούλεψε να δω άμεσα έναν ψυχολόγο για να αλλάξει ο τρόπος σκέψης μου. Διότι το πρόβλημα ήταν στο μυαλό μου.

Έκανα πολύ καιρό για να πειστώ ότι πλέον είχα μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Είχα περάσει από την ανάγκη αλλαγής στην εμμονή. Μού είχε γίνει πραγματικός βραχνάς. Με το παραμικρό που έτρωγα, έβλεπα εικόνες από το παρελθόν. Με έβλεπα με όλα τα περιττά κιλά και δεν μού άρεσα. Γι’ αυτό και δεν έτρωγα.

Τώρα, αρκετό καιρό μετά από αυτή την πορεία, συνειδητοποιώ ότι σίγουρα υπήρξα υπερβολική (ηλίου φαεινότερο) αλλά το εξηγώ. Μπορώ να καταλάβω γιατί υπήρξα έτσι, μπορώ να καταλάβω γιατί σκεφτόμουν με αυτό τον τρόπο.

Η μακροχρόνια πάλη μου με τα κιλά δε με άφησε αλώβητη, ούτε σωματικά ούτε ψυχολογικά. Με ανάγκασε να σκαλίσω πολύ, να πάω πίσω χρόνια πριν και να αγαπήσω τον εαυτό μου όπως είναι. Σήμερα είμαι πιο πολλά κιλά αλλά πλέον γυμνάζομαι και τρώω υγιεινά για μένα. Για να μη λαχανιάζω, να μπορώ να ανεβαίνω σκάλες, να κάθομαι στο πάτωμα και να σηκώνομαι με ευκολία. Δεν καταφέρνω πάντα να νικώ τους δαίμονές μου, θυμάμαι συχνά πυκνά εικόνες του παρελθόντος αλλά αυτό δεν είναι η ζωή; Ένας προσωπικός, καθημερινός αγώνας.

Συντάκτης: Χριστιάνα Δεμέναγα