Οι φίλοι μου λένε για μένα, ανάμεσα στα άλλα χαρακτηριστικά που έχω, ότι διαθέτω μνήμη ελέφαντα. Μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου περιστατικά, γεγονότα, συζητήσεις με πάσα λεπτομέρεια από πολλά χρόνια πριν. Και είναι με αρκετή περηφάνια, το ομολογώ, που τους βλέπω να έρχονται σ’ εμένα προκειμένου να αποσαφηνίσουν κάτι που τους προκαλεί μπέρδεμα ή δε θυμούνται καλά από το παρελθόν. Και νιώθω ικανοποίηση μπορώ να πω, διότι πράγματι θυμάμαι πολλά πράγματα από διάφορες στιγμές της ζωής μου, ενήλικης και παιδικής.

Το ταξίδι στις αναμνήσεις είναι ευεργετικό για όλους. Πέρα από το προφανές, τη σύνδεση με το παρελθόν, αυτό το ταξίδι ενισχύει την ίδια την ταυτότητά μας. Μάς οδηγεί σε αυτογνωσία και εν τέλει σε μια πρωτόγνωρη ψυχική ανάταση. Και σίγουρα μάς αποτρέπει από να επαναλαμβάνουμε λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος.

Όσο κι αν προσπαθήσω να ανακαλέσω στιγμές του παρελθόντος, όμως, φτάνω μέχρι ενός σημείου. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα πριν από την ηλικία των 3 χρονών. Έχω μόνο σκόρπιες και αποσπασματικές εικόνες, οι οποίες  δεν είμαι σίγουρη αν είναι αποτέλεσμα πραγματικών αναμνήσεων ή τις έχω συνδέσει και «συρράψει» μέσα από τα λεγόμενα γονέων και συγγενών για εκείνη την περίοδο.

Οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να θυμηθούν με ευκρίνεια στιγμές πριν από τα 4 τους χρόνια. Και αυτό το φαινόμενο, της παιδικής αμνησίας όπως ονομάζεται, έχει απασχολήσει ειδικούς ανά το παγκόσμιο και έχουν καταλήξει σε πορίσματα σχετικά με τα αίτιά του.

Παρόλο που στην ηλικία 2 με 4, συντελούνται μεγάλες αλλαγές στη ζωή ενός νηπίου( μαθαίνει να μιλά, να αλληλεπιδρά, να παίζει, να κάνει ποδήλατο, να τρώει αυτόνομα), εντούτοις το νευρολογικό του σύστημα δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως για να είναι σε θέση να τα θυμάται χρόνια μετά. Με την ωρίμαση του εγκεφάλου, επέρχεται και η ικανότητα να θυμάται το άτομο περιστατικά της ζωής του. Ταυτόχρονα, δεν έχει ολοκληρωθεί και η γλωσσική ανάπτυξη που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία εμπειριών και αναμνήσεων. Εάν δεν έχει αναπτυχθεί η γλωσσική κατάκτηση ενός νηπίου, δεν μπορεί να κατονομάσει τις εμπειρίες που βιώνει άρα δεν μπορεί και να τις θυμηθεί.

Ταυτόχρονα, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο οι μεγάλοι με αυτόν που τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά. Είναι αποτέλεσμα της αναπτυξιακής ωριμότητας, απότοκο της ηλικίας. Το πώς προσλαμβάνονται οι καταστάσεις, ερμηνεύονται και αφομοιώνονται, είναι θέμα ηλικίας. Αλλιώς θα επεξεργαστεί ένα βίωμα ένα νήπιο και αλλιώς ένας ενήλικας. Και, όπως είναι φυσικό, ένα νήπιο δεν μπορεί να διακρίνει αν κάτι το οποίο ζει σε μικρή ηλικία είναι τόσο σημαντικό ώστε να το καταγράψει στον σκληρό του δίσκο. Αυτή είναι μια ικανότητα που καλλιεργείται μεγαλώνοντας. Το παιδί βρίσκει μηχανισμούς, ή καλύτερα αναπτύσσει μηχανισμούς, με τους οποίους ενισχύει τη μνήμη του. Ο τρόπος με τον οποίο δέχεται τις πληροφορίες αλλάζει και μαθαίνει να τις κωδικοποιεί και να τις κατατάσσει ανάλογα με τη σημασία που έχουν.

Το πιο σημαντικό, κατ’ εμένα, είναι το ότι το νήπιο δεν έχει μάθει ακόμα τον εαυτό του. Δε γνωρίζει την έννοια του εγώ. Τη γνωρίζει μόνο ως περιφρούρηση των κεκτημένων του. Δεν έχει επίγνωση της ταυτότητάς του, άρα ό,τι ζει, αισθάνεται, βλέπει, ακούει κ.ο.κ. , δεν είναι σε συνάρτηση του εαυτού του και  έτσι δεν μπορεί αργότερα να τα ανακαλέσει.

Και πότε ξεκινάμε να θυμόμαστε; Συνήθως μετά τα 4, μεταξύ 4 και 5 είναι οι πρώτες μας αναμνήσεις. Φυσικά αυτό αλλάζει βάσει πολιτιστικού, κοινωνικού, οικονομικού επιπέδου της οικογένειας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στις Δυτικές κοινωνίες τα παιδιά τείνουν να ανακαλούν πιο εύκολα πρώιμες καταστάσεις ενώ σε  κοινωνίες με σοβαρά προβλήματα φτώχιας και υποανάπτυξης, τα παιδιά δεν έχουν  την ίδια εικόνα. Επίσης εντυπωσιακό είναι το ότι τα κορίτσια είναι πιο πιθανόν να θυμηθούν εικόνες από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε σχέση με τα αγόρια, και αυτό λογικό αν σκεφτούμε ότι τα κορίτσια ωριμάζουν γρηγορότερα.

Κάτι που συχνά μπερδεύει και αποπροσανατολίζει είναι η λεγόμενη ψευδής ανάμνηση. Μπορεί το παιδί να λέει ότι θυμάται κάτι που έγινε όταν ήταν 3 ή 4 ετών (οικογενειακές διακοπές, γέννηση αδελφού, μετακόμιση σε άλλο σπίτι) αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που έχει στο μυαλό του είναι τις αφηγήσεις γονέων, φωτογραφίες και βίντεο από εκείνη την εποχή. Δεν είναι μια πραγματική εμπειρία αλλά «υβριδική».

Εκείνο, όμως, που είμαι βεβαία ότι θυμόμαστε είναι τα συναισθήματα. Όχι τόσο με τη μορφή ανάμνησης αλλά με το τι νιώθαμε. Είτε θετικό είτε αρνητικό. Τη στοργή, την τρυφερότητα και τη ζεστασιά αλλά και την εγκατάλειψη, την αδιαφορία και την παραμέληση. Μπορεί να μη θυμόμαστε γεγονότα αλλά μάς μένει το συναίσθημα σε τέτοιο βαθμό που σίγουρα μάς καθορίζει και στη μετέπειτα ζωή μας. Καθορίζει τον συναισθηματικό μας κόσμο, τις σχέσεις μας με τους άλλους και το πώς μεγαλώνουμε και διαπαιδαγωγούμε τα δικά μας παιδιά. Και εάν έχουμε βιώσει σοβαρό τραύμα στην πολύ νηπιακή ηλικία, η παιδική αμνησία είναι ο μηχανισμός για να καλυφθεί αυτή η τόσο επώδυνη εμπειρία.

Συντάκτης: Χριστιάνα Δεμέναγα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη