Ψυχικά τραύματα. Ακούγεται τρομακτικό, παρακαλάς να μη σου τύχει γιατί, ως γνωστόν, “αν έχεις τύχη διάβαινε”, ωστόσο ουδεμία σχέση με τύχη έχει. Λυπάμαι αν το μαθαίνεις από μένα, αλλά όλοι κουβαλάμε τα βάρη μας. Και για να σε προλάβω, εννοώ τα τραύματά μας. Δε θα κολλήσουμε στις λέξεις, δεν είναι αυτό το ζητούμενο άλλωστε, αν και μου αρέσει να είμαι ακριβής στις περιγραφές και ακόμα περισσότερο στους ορισμούς.
Τι είναι λοιπόν το τραύμα; Είναι μια πληγή, μια γρατζουνιά. Κάτι που έχει διαταράξει τη συνέχεια του ιστού, όπως λέγαμε και στη νοσηλευτική. Το τραύμα, όταν εκδηλώνεται στο σώμα, είναι ορατό, απτό, άρα δε χωράει αμφιβολία περί της ύπαρξής του και της φροντίδας του ώστε να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση. Τι αλλάζει για τα τραύματα της ψυχής και γιατί δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια εμπιστοσύνη από τους ανθρώπους; Εικάζω πως φταίει η φύση τους, είναι αόρατα τόσο στο μάτι όσο και σε οποιαδήποτε άλλη αίσθηση. Αρκεί αυτός ο λόγος όμως; Προσωπικά, δε μου φτάνει και μάλιστα τα θεωρώ μια χαρά ορατά υπό προϋποθέσεις: πρέπει να μπορείς να τα αναγνωρίσεις, να τα αποδεχτείς και να αναζητήσεις την ανάλογη βοήθεια. Όπως ακριβώς θα έκανες αν είχες μια πληγή στο κεφάλι, στο πόδι, οπουδήποτε στο σώμα. Θα αναζητούσες βοήθεια αν διαπίστωνες ότι δεν μπορείς να την περιποιηθείς μόνη σου; Άλλωστε, ξέρεις πως μία πληγή που δε λαμβάνει τη δέουσα φροντίδα, κακοφορμίζει. Έχοντας αυτό κατά νου, αναρωτιέμαι… τι μπορεί να σημαίνει μια κακοφορμισμένη πληγή στην ψυχή; Άραγε μαζεύει πύον; Αναπτύσσεται φλεγμονή στις όμορες περιοχές του εγκεφάλου;
Ο άνθρωπος, πλην της υλικής υπόστασης, είναι οι ιδέες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, η λογική, η ευαισθησία που στο σύνολό τους συνθέτουν την ψυχή και τελικά διαμορφώνουν τη συμπεριφορά. Σύμφωνα με αυτό το λογικό συλλογισμό, ένα τραύμα στην ψυχή μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά του ατόμου. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις που ένας εξωτερικός παράγοντας, λ.χ. μια συγκεκριμένη κουβέντα, μπορεί να ακουμπήσει το τραύμα και να το “ξύσει”, προκαλώντας ενόχληση στο άτομο, όπως μια φαινομενικά παράλογη αντίδραση. Το ίδιο το άτομο, αν δεν έχει αναγνωρίσει το τραύμα του, είναι εξαιρετικά πιθανό να αποδώσει την παράλογη συμπεριφορά στην κούραση, σε μια κακή μέρα ή ακόμα και να στραφεί εναντίον των άλλων που τον “προκάλεσαν”. Ο ίδιος άλλωστε είναι μια χαρά, κατά δήλωσή του. Ίσως πιστεύει ότι αν δεν ασχολείσαι με τέτοια δεν ασχολούνται και αυτά μαζί σου.
Σε συζητήσεις που αφορούν τα παιδικά χρόνια και πόσο διαφορετικά μεγαλώνει κάθε γενιά, θα σπεύσει να σχολιάσει αστειευόμενος: “Σιγά μωρέ, γιατί εμείς τι πάθαμε;”. Ενδεχομένως, όταν μιλάει για το μπούλινγκ, να πει κυνικά ότι εκείν@ δεν έπαθε κάτι, τουναντίον, βοηθήθηκε κιόλας. Έγινε πιο σκληρ@ και αντέχει τις δυσκολίες της ζωής. Γιατί στο μυαλό του η ζωή είναι πρώτα δύσκολη και μετά όλα τα άλλα. Και όλα αυτά τα πέτυχε χάρη στον πόνο που έζησε τα προηγούμενα χρόνια. Ακόμα και στις ερωτικές σχέσεις, όταν κάποιος τ@ απέρριψε ενώ εκείν@ ένιωθε τρέλα ερωτευμέν@, βρήκε κάτι “θετικό” να πει, όπως λ.χ. ότι έμαθε να μην τα δίνει όλα με τη μία. Βέβαια, στην επόμενη σχέση του δεν αφέθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να χωρίσει γρήγορα. Συμπτωματικά, το ίδιο συνέβη και στη μεθεπόμενη. Στην παρεπόμενη μπορεί και να προβληματίστηκε. Αλλά δεν έδωσε σημασία τελικά για να μην αποκτήσει σημασία το γεγονός.
Στην εργασία του έχει καταφέρει να επιβιώσει και μάλιστα να εξελιχθεί: τα τείχη που έχει υψώσει γύρω του τ@ κρατούν μακριά από τις κακοτοπιές. Μόνο που μια μέρα, συγκεκριμένα μια χαλαρή μέρα, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας μιας έντονης λογομαχίας μεταξύ δύο συναδέλφων και, στα καλά καθούμενα, νιώθει την επείγουσα ανάγκη να απομονωθεί. Το ίδιο το άτομο δε θυμόταν πως όταν ήταν παιδί οι γονείς του συχνά καυγάδιζαν, το σώμα του όμως θυμήθηκε. Το τραύμα γδάρθηκε. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε μεν ομαλά, μέσα του όμως κάτι είχε διαταραχθεί. Κάτι είχε αλλάξει. Παραδέχθηκε πως δεν υπήρχε δικαιολογία για τη σημερινή αντίδραση. Άλλωστε, ήταν μία καλή, χαλαρή μέρα. Και τότε προβληματίστηκε ξανά μέχρι που τελικά κατάφερε να βρει την απάντηση.
Όταν ήταν παιδί και έπεφτε κάτω, έτρεχαν έντρομοι οι γονείς να δουν αν χτύπησε και να το παρηγορήσουν. Στέκονταν αγέρωχοι μπροστά του, ψύχραιμοι μη τυχόν και δείξουν συναίσθημα (δηλαδή αδυναμία… φτου κακά, μακριά από μας!) και έλεγαν συγχρονισμένα με σταθερή φωνή:
“Έλα, σήκω, δεν είναι τίποτα.”
Βέβαια, το παιδάκι έβλεπε με τα μάτια του το αίμα που έτρεχε σαν ποτάμι και όταν δοκίμασε να σηκωθεί, δεν μπορούσε να περπατήσει άνετα. Οπότε δικαίως αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που έβλεπε και δεν έβλεπαν οι γονείς του. Ή μήπως το ίδιο τελικά έκανε λάθος και δεν είχε τίποτα; Ναι, αυτό ήταν. Κάτι δεν κατάλαβε καλά γιατί, αμέσως μετά τη δήλωση πως δεν έχει τίποτα, η μαμά του το φίλησε τρυφερά και ο μπαμπάς άρχισε να κάνει αστείες γκριμάτσες και ήχους.
Και γέλασε τόσο πολύ που δάκρυσε τελικά.
Έστω και καθυστερημένα.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
