Τι προηγήθηκε; Τι έπεται; Και τώρα τι;

Αναλόγως το ζητούμενο, μπορείς κάθε φορά να το φέρεις στα μέτρα σου. Να, αν π.χ. τσιτώσεις λίγο τα ντεσιμπέλ, ανέβεις κάνα δυο τρεις νότες και βάλεις και το χέρι στη μέση…. Τότε συγχαρητήρια. Μόλις έγινες η random γειτόνισσα που θεωρεί σκόπιμο να σου πιάσει ψιλή κουβέντα δίπλα από τον σκουπιδοτενεκέ, για τον σκουπιδοτενεκέ. Όλα αυτά πριν ξυπνήσεις σαν άνθρωπος· μιλάω για αυτές τις φορές που πήγες στον σκουπιδοτενεκέ και ήσουν έτοιμος να πέσεις κι εσύ μέσα.

«Και τώρα τι; Τι θα γίνει με αυτή την κατάσταση;» και δώσ’του γκάζια, δώσ’του νεύρα.

Από τις πλέον αγαπημένες μου φράσεις η παραπάνω. Και όχι στη χαριτωμένη της εκδοχή. Εμένα μου αρέσει η άλλη. Εκείνη που συνοδεύεται από ακραία συναισθήματα. Από εκείνα που σε κατακλύζουν, σχεδόν σε ορίζουν. Τι μπορεί να προηγήθηκε για να καταλήξεις έτσι; Τι μπορεί να έπεται για να μένεις μαλ@κ@ς μπροστά σε αυτό που έρχεται κατά πάνω σου;

Έχω τέτοιες στιγμές. Πολλές λίγες, δε βαριέσαι, όσες και να είναι, είναι δικές μου. Κι όσες φορές αναρωτήθηκα «και τώρα τι;», άλλες τόσες ήρθε η απάντηση.

Επειδή είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι εδώ και καταφανώς ένα «και τώρα τι;» γαργαλάει το μυαλό μου, σκέφτηκα να μιλήσω για το απόλυτο, όταν βρέθηκα σε ένα μικρό δωματιάκι παρέα με τη μάνα μου κι έναν γιατρό. Να το ξέρεις, σε αυτά τα δωματιάκια μόνο δυσάρεστα ακούς, θαρρείς κι αν ειπωθεί το κακό μαντάτο σε ένα κανονικό δωμάτιο, τότε θα εξαπλωθεί απ’ άκρη σε άκρη και θα σε καταπιεί. Αν ειπωθεί σε έναν διάδρομο μπορεί να πνίξει εσένα κι όσους βρίσκονται τριγύρω. Ενώ στο μικρό δωματιάκι, πόσο χώρο να πιάσει; Ούτως ή άλλως δυσφορείς και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα, αφού αυτά τα δωματιάκια κατά διαβολική σύμπτωση είναι πάντοτε εσωτερικά. Χωρίς φυσικό φως, καθόλου φρέσκος αέρας. Οπότε η αίσθηση πνιγμού είναι μονόδρομος.

Σε ένα τέτοιο βρέθηκα, λοιπόν, μετά από μήνες αναζήτησης της αλήθειας στην τρυφερή ηλικία των 18. Και το όνομα αυτής: Ψωριασική αρθρίτιδα.

«Η κόρη σας έχει αυτό που λέμε αυτοάνοσο νόσημα. Ο οργανισμός της αναγνωρίζει κάποια κύτταρα ως εχθρικά και τα καταπολεμά κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα…» Για να είμαι ειλικρινής δε θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνη τη μέρα παρά μόνο εμένα και τη μάνα, μόνες πια σε εκείνο το δωματιάκι, να ρωτάμε εναλλάξ «και τώρα τι;» και καμία να μην απαντάει.

Εν τω μεταξύ, η απάντηση σε αυτή τη φοβερή ερώτηση έρχεται συνήθως απρόσκλητη, έτσι ώστε να με πιάνει πάντοτε ανέτοιμη- με τα σώβρακα κι ένα κοκτέιλ στο χέρι (η απόλυτη εικόνα χαλάρωσης κατ’ εμέ). Ήρθε όταν έμαθα δια τηλεφώνου ότι η μαμά μου έσβησε, ήρθε όταν συνειδητοποίησα ότι πέρασα εκείνο το μάθημα στη σχολή και πλέον ήμουν έτοιμη για την αγορά εργασίας (πάει το χαρτζιλίκι), ήρθε όταν η προσπάθεια τεκνοποίησης απέτυχε, ήρθε όταν αντίκρισα τα μάτια της κόρης μου στο μαιευτήριο να με κοιτούν και ας μη με βλέπουν (τα μωρά είναι λίγο τυφλοπόντικες τον πρώτο καιρό, η κόρη μου του έφερνε και λίγο οπτικά). Ήρθε ξανά όταν έλαβα εκείνο το τηλεφώνημα για τη δουλειά που τόσο επιθυμούσα, ήρθε όταν χώρισα από εκείνον τον δήθεν μεγάλο έρωτα που έζησα ένα καλοκαίρι.

Τι θέλω να πω; Η ζωή κυλάει. Δε σε ρωτάει, κυλάει. Αν δε με πιστεύεις κοίτα γύρω σου. Μπορεί για μένα, για σένα, για όλους μας κάποια στιγμή να πάγωσε σε ένα μικρό δωματιάκι, σε μια αίθουσα αναμονής κάποιας επιχείρησης, σε ένα στενάκι πίσω απ’ το σπίτι, μεσάνυχτα Αυγούστου με τις κατσαρίδες να κάνουν διαδρομές ανενόχλητες όσο ζούσες το δράμα ενός χωρισμού – όχι εγώ, μια φίλη. Το παράδειγμα ήταν προϊόν μυθοπλασίας #ούτε_καν.

Και ξέρεις τι; Θα συνεχίσει να κυλάει. Ακόμα κι όταν τη νιώθεις να παγώνει, θα συνεχίσει να κυλάει.

Άλλωστε είπαμε, δε σε ρωτάει.

Συντάκτης: Σοφία Τρέπα