Όλη τη βδομάδα σκεφτόμουν πώς να αναπτύξω το σημερινό θέμα και κάθε μέρα ξεκινούσα να γράψω, έχοντας στο μυαλό μου κάποιες ιδέες. Από τα μέσα της εβδομάδας και μετά, αναγκάστηκα να σβήσω όλη την εισαγωγή και να την προσαρμόσω στη σκληρή πραγματικότητα. Τις τελευταίες ημέρες διάβασα για τρεις (τουλάχιστον) περιπτώσεις βίας ανήλικων μαθητών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Και στις τρεις περιπτώσεις υπήρχε κοινό, το οποίο μάλιστα βιντεοσκοπούσε το συμβάν, και κάποιοι από αυτούς το προώθησαν σε άλλους που είχαν χάσει το “θέαμα”. Σε κάποια βίντεο ακούγονταν μάλιστα να ζητούν “κι άλλο, κι άλλο”, σαν να παρακολουθούσαν τον αγαπημένο τους καλλιτέχνη να ερμηνεύει ένα τραγούδι και να τον παρακινούσαν να συνεχίσει.
Σε ένα από τα περιστατικά, ήρθαν στο φως στοιχεία για την αντιμετώπιση της βίας εντός μιας σχολικής μονάδας. Αρκεί ένα “καλό και ευυπόληπτο” όνομα για να βγει ο κάθε ανήλικος θύτης και η οικογένειά του από τη δύσκολη θέση. Σε παλαιότερες περιπτώσεις, θύματα του σχολικού εκφοβισμού κατέληξαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους προκειμένου να γλιτώσουν από το μαρτύριο που βίωναν. Κι αυτά που γνωρίζουμε είναι όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας· υποθέτω πως είναι πολλά περισσότερα απ’ όσα έχουν καταγραφεί, γιατί οπωσδήποτε υπάρχουν και άτομα που δεν το καταγγέλλουν και δεν αναζητούν βοήθεια, είτε γιατί ντρέπονται είτε γιατί δεν πιστεύουν ότι θα λυθεί τίποτα. Η συχνότητα των συμβάντων, πάντως, ολοένα πυκνώνει, γεγονός που ανάγει το θέμα σε κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο αμφιβάλλω αν θα εκλείψει αν δεν παρέμβει η πολιτεία ουσιαστικά, συντονισμένα και καθολικά.
Ο σχολικός βίος αποτελεί καθοριστικό και τεράστιο κομμάτι της παιδικής και εφηβικής ζωής, που (συνήθως) τελειώνει με την ενηλικίωση. Η πίεση που υφίστανται οι μαθητές, από τις πιο τρυφερές ηλικίες μέχρι και την εφηβεία, είναι τεράστια και προστίθεται σε όλες τις προκλήσεις που βιώνει τόσο το παιδί όσο και η οικογένεια συνολικά. Η διαχείριση της σχολικής ζωής θέτει τις βάσεις για τη μετέπειτα ζωή του ατόμου, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό, κοινωνικό κ.λπ. επίπεδο. Και ακριβώς γι’ αυτό δε θα έπρεπε να υποτιμάται ή να παραγκωνίζεται ως κάτι δεύτερο ή ήσσονος σημασίας — τουναντίον.
Ο λόγος που αναπτύσσονται τέτοιες συμπεριφορές είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων που πηγάζουν από την παιδεία (κυρίως την έλλειψή της), την οικονομία, την κουλτούρα της ατιμωρησίας (άπειρα παραδείγματα), την εκάστοτε “μόδα” και “μαγκιά”, και άλλα πολλά. Οι ρυθμοί είναι καταιγιστικοί, ο όγκος πληροφοριών και τα ερεθίσματα (πολλές φορές αντικρουόμενα) που λαμβάνουμε είναι άπειρα, και οι δυνατότητες και δυνάμεις του κάθε ατόμου πεπερασμένες. Για να έρθει σε ισορροπία όλος αυτός ο κυκεώνας, μια καλή αρχή ίσως είναι η ψυχανάλυση και η ψυχοεκπαίδευση, ξεκινώντας μάλιστα απ’ την παιδική ηλικία.
Πώς μπορεί καποι@ να νιώσει ασφαλής σε ένα τέτοιο πλαίσιο;
Τυγχάνει να έχω εμπειρία, και παρακάτω θα μάθετε τι αποκόμισε — τόσο το παιδί μου όσο κι εγώ ως κηδεμόνας της — από αυτή τη διαδικασία. Η μικρή έκανε συνεδρίες με παιδοψυχολόγο στα μέσα της πρώτης δημοτικού, στα 6 της χρόνια, γιατί εντοπίσαμε συμπεριφορές και φοβίες που αδυνατούσαμε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά και καταλήγαμε να την μπερδεύουμε αντί να τη βοηθήσουμε να ανταπεξέλθει. Στους τέσσερις μήνες που διήρκησαν οι συνεδρίες, και από την έρευνα που έκανα για τα οφέλη της ψυχανάλυσης στη σχολική ζωή, εντόπισα τα παρακάτω:
1) Αναγνώριση των συναισθημάτων, που οδηγεί σε συναισθηματική οχύρωση και ενδυνάμωση
Εκτός από την αναγνώριση των συναισθημάτων, που συντελεί στην αυτογνωσία, η ψυχανάλυση έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική στη διαχείριση του άγχους και των κρίσεων πανικού.
2) Διάκριση ορίων του ίδιου του ατόμου και των γύρω του
Μέσα από την ψυχανάλυση, το άτομο μπορεί να καταλάβει την αξία των ορίων και πώς μπορεί να τα επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους χωρίς να νιώθει ενοχές γι’ αυτό (εξαιρετικά συχνό φαινόμενο). Τα όρια αποτελούν θεμέλιο λίθο της ψυχικής υγείας και συμβάλλουν στην ενδυνάμωση και τη συναισθηματική οχύρωση.
3) Ανακάλυψη του ποιοι τρόποι μάθησης είναι αποτελεσματικοί
Η ψυχολόγος μάς μίλησε για τις μαθησιακές της ικανότητες και μας έδωσε σαφείς οδηγίες για την υποστήριξή της στο διάβασμα. Συνειδητοποιήσαμε την αξία της προσπάθειας πέρα από το αποτέλεσμα και δώσαμε προτεραιότητα στη μεθοδικότητα και την οργάνωση — και όχι τόσο στην τελειότητα ως αυτοσκοπό.
4) Οι συνεδρίες χρειάζεται να είναι ατομικές
Στην περίπτωσή μας, ωστόσο, ανά διαστήματα καλούσε και εμάς, είτε μαζί είτε χωρίς το παιδί, ώστε να δουλέψουμε ομαδικά. Οι παρατηρήσεις, εκτός από εύστοχες, ήταν μια οπτική που κανείς από τους δύο δε θα μπορούσε να έχει — και μάλιστα όχι λόγω άγνοιας ή άρνησης, αλλά λόγω του ίδιου του ρόλου. Ο γονέας, καλώς ή κακώς, δεν είναι η απάντηση σε όλα. Μερικές φορές απαιτείται αντικειμενικότητα που είναι ασυμβίβαστη με τον γονεϊκό ρόλο· το ένστικτο δε συμπίπτει πάντοτε με την ανάγκη του κάθε παιδιού.
5) Αντίληψη της αξίας της βοήθειας και αποδέχεται την ανάγκη να την αναζητά κάποιος
Δεν κλονίζεται η αυτοπεποίθηση, δε βλάπτεται ο αυτοσεβασμός· απεναντίας, καταλαβαίνει ότι οι υπερβολικές απαιτήσεις που πολλές φορές έχουμε από εμάς τους ίδιους είναι ένα αγκάθι που κρατά μια πληγή ανοιχτή.
Τέλος, είναι σημαντικό να υπάρχει το χρυσό τρίπτυχο: Επικοινωνία, διάλογος και πολλές αγκαλιές. Πολλές φορές, άλλωστε, τα απλά είναι αρκετά και ικανά για να οδηγήσουν ομαλά το παιδί στην ενήλικη ζωή.
Χωρίς να τραυματίσει ή να τραυματιστεί.
