Υπάρχει μια παρανόηση σχεδόν σε κάθε αφήγηση που αφορά στην προσωπική μεταμόρφωση: ότι η αφύπνιση είναι μια έκρηξη, μια θεαματική ρήξη, ένα πνευματικό big bang που σε εκτινάσσει έξω από τον εαυτό σου κι επιστρέφεις ανανεωμένος, διαφορετικός. Η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο γήινη και σίγουρα λιγότερο κινηματογραφική. Η αφύπνιση, τις περισσότερες φορές, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σιωπηλή, εσωτερική επανάσταση.
Συνήθως ξεκινάει με την ενδοσκόπηση, κλείνεσαι τον εαυτό σου, ψάχνεσαι, μαζεύεις δυνάμεις και, χωρίς φωνές, δράματα ή δάκρυα, ψιθυρίζεις: «Αρκετά. Ως εδώ.» Εκείνο το σιωπηλό «όχι» που ψιθυρίζεις στον εαυτό σου, είναι αυτό που πυροδοτεί την αλλαγή. Δεν είναι η στιγμή που σπας τα δεσμά, αλλά η στιγμή που τα βλέπεις για πρώτη φορά καθαρά και παραδέχεσαι την αλήθεια. Η αληθινή αφύπνιση δε χρειάζεται κοινό, χειροκροτήματα, ή εξηγήσεις. Είναι η στιγμή που σταματάς να δικαιολογείσαι, να απολογείσαι, να συγχωρείς μηχανικά ή να υποδύεσαι ρόλους μόνο για να νιώθεις ότι ανήκεις. Είναι η στιγμή που ο εαυτός σου σε ταρακουνάει και λέει: «Δεν αντέχω άλλο. Ώρα για αλλαγή.»
Πότε ξεκινά;
Η φράση που παίζει ασταμάτητα σαν κολλημένη βελόνα από πικάπ στο μυαλό σου – το «δεν αντέχω άλλο» – είναι η αφετηρία σου και η στιγμή που αρχίζεις επιτέλους να ακούς πραγματικά τον εαυτό σου. Δεν το φωνάζεις, το ψιθυρίζεις, ή μπορεί απλώς μόνο να το σκέφτεσαι. Αλλά εκείνη τη στιγμή, κάτι μετατοπίζεται μέσα σου. Και δεν έχει να κάνει με τον χαρακτήρα σου ή έναν νέο ρόλο που υιοθετείς τάχα μου για να ικανοποιήσεις τους άλλους. Είναι η στιγμή που απελευθερώνεσαι από τις ψευδαισθήσεις και τα ψέματα που έλεγες στον εαυτό σου όλον αυτό τον καιρό για να αντέξεις, να συμβιβαστείς και να μην τα γυρίσεις όλα ανάποδα.
Η διαφορά ανάμεσα στην αλλαγή χαρακτήρα και στην απεξάρτηση από τις ψευδαισθήσεις είναι θεμελιώδης. Η μεν πρώτη είναι εξωτερική, συχνά επιφανειακή, μια προσπάθεια να μοιάσεις σε κάποιον που θαυμάζεις, σε κάτι που εσύ ο ίδιος πιστεύεις ότι πρέπει να γίνεις, ή απλώς να εκπληρώσεις τις επιθυμίες των δικών σου. Από την άλλη, η απεξάρτηση από την αυταπάτη, είναι εσωτερική, βαθιά, μεταμορφωτική. Είναι η στιγμή που σταματάς να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι όλα είναι καλά, ότι μπορείς να αντέξεις λίγο ακόμα, ότι το να υπομένεις είναι αρετή. Είναι η στιγμή που η φωνή μέσα σου δεν αντέχει άλλο να πνίγεται.
Δεν είναι εύκολο να φτάσεις εκεί, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, όπως και κάθε τι απελευθερωτικό. Καλώς ή κακώς ζούμε σε μια κοινωνία που από την πρώτη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας και ξεκινάμε να αναπνέουμε, μας εμφυτεύει πεποιθήσεις, επιβραβεύει τη συμμόρφωση, μας μαθαίνει από βρέφη ακόμα να μη χαλάμε τη σούπα, να μην ενοχλούμε τους γύρω μας, να συγχωρούμε χωρίς να το νιώθουμε πραγματικά, να εξηγούμε χωρίς να το πιστεύουμε και πάνω απ’ όλα να φοράμε ρόλους που μας «προστατεύουν» από το να είμαστε ο εαυτός μας. Κάποια στιγμή όμως, κι αυτός κουράζεται. Κουράζεται να παίζει τον καλό, τον βολικό, τον ανεκτικό, τον «σωστό», να προσπαθεί να ανήκει σε έναν κόσμο που δεν τον χωράει. Και τότε, χωρίς φωνές, χωρίς φανφάρες, απλώς σταματά. Σταματά να εξηγεί, να συγχωρεί μηχανικά ή να φοράει τον ρόλο «φυλακή».
Το «αρκετά» είναι αυτοσεβασμός
Αυτό το «ως εδώ» δεν είναι απλώς μια κραυγή, αλλά πράξη αυτοσεβασμού. Το σημείο αυτό είναι κομβικό για μια ριζική, αλλά σιωπηλή, αναγέννηση. Είναι η αρχή της νέας σου ζωής, αυτής που δε χρωστάει εξηγήσεις, που δε διαπραγματεύεται τα όριά της, που δε φοβάται να πει «όχι» εκεί που παλιά έλεγε «ίσως» ή «εντάξει». Είναι η στιγμή που σταματάς να ζεις με δανεικές επιθυμίες, δανεικές αντοχές και δανεική ταυτότητα. Η στιγμή που η σιωπή σου γίνεται πιο δυνατή από όλες τις φωνές που σε κρατούσαν πίσω.
Αυτή η σιωπηλή επανάσταση δεν έχει θεατές, όπως επίσης δε θα γίνει αντιληπτή από τους γύρω σου. Ίσως να μην την αναγνωρίσεις ούτε εσύ στην αρχή. Θα τη νιώσεις όμως. Θα τη νιώσεις όταν, για πρώτη φορά, θα βγει το «όχι» από μέσα σου χωρίς ενοχές, όταν δεις ότι παύεις να υπεραναλύεις τις αντιδράσεις των άλλων και δε ζητάς την άδεια κανενός για να υπάρξεις όπως είσαι. Και θα την εμπεδώσεις τη στιγμή που η σιωπή σου δε θα είναι πια η φυλακή σου, αλλά το καταφύγιό σου.
Ζώντας αληθινά: Η ήσυχη δύναμη της αφύπνισης
Η αφύπνιση, λοιπόν, δεν είναι μια στιγμή φώτισης, αλλά μια σειρά από μικρές, σχεδόν αόρατες αποφάσεις. Είναι το καθημερινό «αρκετά» που λες στον εαυτό σου. Αρκετά με τις ενοχές, με τα ψέματα, με το να προσπαθείς να ανήκεις εκεί που δεν ανήκεις. Είναι η στιγμή που σταματάς να προδίδεις τον εαυτό σου για να μη χάσεις τους άλλους. Είναι η στιγμή που επιλέγεις να μείνεις μόνος, αν χρειαστεί, αν αυτό σημαίνει ότι θα είσαι αληθινός με τον εαυτό σου. Δεν υπάρχει τίποτα πιο επαναστατικό από το να πεις «αρκετά» χωρίς φωνές, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς δράματα. Γιατί τότε, για πρώτη φορά, ο εαυτός σου σε ακούει. Και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία. Όλα τα υπόλοιπα είναι θόρυβος.
Η αφύπνιση, τελικά, είναι η στιγμή που σταματάς να ζεις απλώς για να επιβιώνεις και ανήκεις πρώτα σε σένα. Είναι η σιωπηλή, αλλά αμετάκλητη απόφαση να υπάρξεις αληθινά, να σταθείς ολόκληρος απέναντι στη ζωή, χωρίς να κρύβεσαι, χωρίς να μικραίνεις για να χωρέσεις σε ξένα καλούπια. Δε χρειάζεται να το φωνάξεις, ούτε να το αποδείξεις σε κανέναν. Απλά να το εννοείς. Και από εκείνη τη στιγμή θα δεις τον κόσμο σου—ακόμα κι αν όλα έξω μοιάζουν ίδια—να αλλάζει ριζικά.
