Κάποτε ονειρευόμασταν να γεράσουμε δίπλα σε κάποιον που θα μας κρατά το χέρι μέχρι το τέλος. Φανταζόμασταν μια ζωή γεμάτη ζεστασιά, κατανόηση και συντροφικότητα, όπου τα γηρατειά θα ήταν απλώς μια ακόμα σελίδα στο βιβλίο της κοινής μας ιστορίας. Σήμερα, όμως, η πραγματικότητα μοιάζει να έχει ξεθωριάσει αυτό το όνειρο. Πολλοί άνθρωποι γύρω μας γερνάνε πλάι σε κάποιον που δεν αντέχουν ούτε να τον βλέπουν. Οι σχέσεις, που κάποτε ήταν συνώνυμες της αγάπης, έχουν μετατραπεί σε σιωπηλές συμφωνίες, σε ομήρους λογαριασμών, παιδιών και κοινωνικών προσχημάτων. Είναι μια συγκατοίκηση με παρελθόν, χωρίς παρόν και σίγουρα χωρίς μέλλον.

Αν κοιτάξεις γύρω σου, θα δεις ζευγάρια κουρασμένα, εξαντλημένα. Όχι απαραίτητα από τις εξωτερικές πιέσεις της ζωής – το άγχος της δουλειάς, τα οικονομικά προβλήματα ή την καθημερινότητα. Η κούραση τους πηγάζει από τη συνύπαρξη με έναν άνθρωπο που δεν αντέχουν πια. Ανάμεσά τους υπάρχει μια άτυπη ανακωχή, μια σιωπηλή συμφωνία να μη συγκρούονται, όχι από ωριμότητα, αλλά από αδιαφορία. Δεν έχουν ούτε το πάθος του καυγά πλέον. Οι συζητήσεις τους μοιάζουν με επαγγελματικές συναντήσεις: «Πήρες το παιδί από το σχολείο; Πλήρωσες τη ΔΕΗ; Πέρασες από το σουπερμάρκετ;» Η ζωή τους έχει μετατραπεί σε ένα λογιστικό excel, όπου τα συναισθήματα δεν έχουν θέση.

Δεν είναι λίγες οι φορές που φίλες και φίλοι, με μια φαινομενικά «τακτοποιημένη» ζωή, μου εκμυστηρεύονται με βλέμμα βαρύ: «Είσαι τυχερή που είσαι μόνη σου. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να το κάνω». Το λένε με μια μείξη επιθυμίας και τύψεων, γιατί ξέρουν ότι δεν «επιτρέπεται» να νιώθουν έτσι. Η κοινωνία τους έχει μάθει ότι ο γάμος, η οικογένεια, το «μαζί» είναι ευλογία, ακόμα κι αν μέσα τους νιώθουν ότι πνίγονται.

Γιατί μένουν;

Η απόφαση να παραμείνεις σε μια σχέση που έχει πια σβήσει η αγάπη δεν είναι ποτέ εύκολη. Η επιθυμία για ελευθερία συγκρούεται με το φόβο της «μοναξιάς». Συχνά, όμως, δεν είναι μόνο η συναισθηματική ανασφάλεια που κρατά τα ζευγάρια δέσμια, αλλά κυρίως οι οικονομικοί λόγοι. Η οικονομική εξάρτηση λειτουργεί σαν αόρατο δεσμό· το «μόνος/η» φαντάζει όχι μόνο συναισθηματικά, αλλά και πρακτικά απειλητικό. Τα χρήματα, η σταθερότητα του κοινού εισοδήματος, η ανάγκη κάλυψης βασικών αναγκών και η ανασφάλεια για το μέλλον, δημιουργούν ένα βάρος που δεν αφήνει εύκολα να ανοίξει η πόρτα προς την ανεξαρτησία.

Πίσω από το «μένουμε μαζί για τα παιδιά» κρύβεται πολλές φορές η αλήθεια ότι χωρίς τη διπλή οικονομική στήριξη, το οικογενειακό περιβάλλον φαίνεται αβέβαιο και ασταθές. Οι κοινωνικές πιέσεις και ο φόβος της απόρριψης εντείνουν αυτό το αίσθημα παγίδας. Ερωτήματα όπως «πώς θα τα καταφέρεις μόνη-μόνος οικονομικά;», συχνά ανακόπτουν τη θέληση για αποχώρηση.

Όμως, η παραμονή σε μια σχέση που δεν προσφέρει πια αγάπη και ασφάλεια, ειδικά υπό το βάρος οικονομικών ανησυχιών, δε διασφαλίζει την ευημερία κανενός. Η οικονομική εξάρτηση δεν πρέπει να γίνει παγίδα που θυσιάζει την ψυχική και συναισθηματική υγεία ούτε των γονιών, ούτε των παιδιών. Κάποιες φορές, η αληθινή ελευθερία κρύβεται στο να τολμήσεις να σπάσεις τις αλυσίδες, ακόμα κι αν το οικονομικό τοπίο δείχνει δύσβατο. Η δύναμη και η αναγέννηση δεν προέρχονται πάντα από τη σταθερότητα της κοινής επιβίωσης, αλλά από την τόλμη να αναζητήσεις μια πιο αυθεντική ζωή – κι αυτό είναι το πραγματικό τέλος που απελευθερώνει, όχι μια αποτυχία.

Αφανής αποσύνθεση

Όταν μια σχέση καταρρέει, δε γίνεται πάντα με φωνές, δράματα και ξεσπάσματα. Πιο συχνά, σαπίζει αθόρυβα, από μέσα προς τα έξω. Ξεκινά με την έλλειψη επιθυμίας, τη μηχανική αλληλεπίδραση, την αίσθηση ότι οι δύο άνθρωποι δε βλέπουν πια ο ένας τον άλλον, αλλά απλώς συνυπάρχουν σαν έπιπλα στο ίδιο δωμάτιο. Η απογοήτευση που δεν εκφράζεται μετατρέπεται σε κατάθλιψη. Η επιθυμία που δε βρίσκει διέξοδο γίνεται απιστία ή απάθεια. Η αλήθεια που δε λέγεται γίνεται αποξένωση.

Η απόγνωση αυτή ωθεί πολλούς σε μια διαρκή αναζήτηση παρηγοριάς μέσα από διάφορες καθημερινές «αποδράσεις»: binge watching σειρών μέχρι το ξημέρωμα, ανούσια ψώνια, ένα ποτό παραπάνω κάθε βράδυ, ατελείωτο scrolling στα κοινωνικά δίκτυα ή ακόμα και φλερτ εκτός σχέσης. Ωστόσο, αυτές οι μικρές στιγμές φυγής δε θεραπεύουν το βαθύτερο πρόβλημα· απλώς αναβάλλουν την αναπόφευκτη κατάρρευση. Είναι σαν να βάζεις έναν πρόχειρο επίδεσμο σε μια πληγή που απαιτεί χειρουργική επέμβαση – προσωρινή ανακούφιση, χωρίς ουσιαστική λύση.

Τελικά, είναι ελευθερία το να είσαι μόνος;

Το να ζεις μόνος έχει το κόστος του. Οικονομικό, γιατί πρέπει να τα βγάλεις πέρα χωρίς τη στήριξη ενός δεύτερου εισοδήματος. Συναισθηματικό, γιατί η μοναξιά μπορεί να γίνει βαριά, ειδικά τις νύχτες που το σπίτι μοιάζει άδειο. Κοινωνικό, γιατί η κοινωνία εξακολουθεί να βλέπει τη μοναχικότητα ως κάτι «περίεργο» ή «λυπηρό». Κι όμως, υπάρχει κάτι που δεν αγοράζεται με τίποτα: η εσωτερική ηρεμία.

Ναι, είσαι μόνος. Αλλά δεν είσαι εγκλωβισμένος. Δε χρειάζεται να μασάς τα λόγια σου μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Δε χρειάζεται να ερμηνεύεις σιωπές ή να μετράς  βλέμματα. Δε χρειάζεται να εξηγείς γιατί είσαι όπως είσαι. Η μοναξιά μου είναι δική σου – δεν είναι τοξική, δεν είναι μοιρασμένη με τον λάθος άνθρωπο. Είναι μια ελευθερία που, παρόλο το βάρος της, σου επιτρέπει να αναπνέεις.

Πάντα έτσι ήταν;

Όχι, οι παλιότερες γενιές ζούσαν σε εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Οι επιλογές ήταν σαφώς λιγότερες – οι σχέσεις συχνά διατηρούνταν όχι τόσο από αγάπη, όσο γιατί απλά δεν υπήρχε «plan B». Η έννοια του «μαζί» ήταν μονόδρομος, ακόμα κι αν σήμαινε χρόνια συμβιβασμών, σιωπής και προσωπικών θυσιών. Ιδιαίτερα για τις γυναίκες, η ανεξαρτησία ήταν περιορισμένη, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, και η έξοδος από μια σχέση σήμαινε μια σχεδόν αδύνατη επιλογή. Οι άντρες, από την πλευρά τους, παρέμεναν εγκλωβισμένοι στον ρόλο του «υπεύθυνου οικογενειάρχη», που τους επέβαλλε η κοινωνία και η παράδοση.

Ωστόσο, η σημερινή ελευθερία φέρνει και μια νέα, πιο βαθιά πρόκληση: πώς κατανοούμε πότε αξίζει να παλέψουμε για μια σχέση και πότε είναι πιο σωστό να την αφήσουμε να τελειώσει με αξιοπρέπεια. Και πέρα από αυτό, γιατί η μεγαλύτερη μάχη ίσως είναι να μάθουμε να ζούμε με τον εαυτό μας, χωρίς να τον θυσιάζουμε υπέρ της ανάγκης να ανήκουμε κάπου, σε μια σχέση που δε μας γεμίζει.

Τελικά, τι σημαίνει επιτυχία σε μια σχέση;

Ίσως επιτυχία σε μια σχέση να μην είναι η διάρκειά της, αλλά η ποιότητά της. Να μη χρειάζεται να επιβιώνεις μέσα της, να μη μετράς τις μέρες σαν φυλακισμένος, να μη βρίζεις τη ζωή σου μέσα στο μυαλό σου την ώρα που στρώνεις το τραπέζι. Ίσως η πιο υγιής μορφή σχέσης να είναι εκείνη που σου επιτρέπει να αναπνέεις, να είσαι ο εαυτός σου, να νιώθεις ότι μεγαλώνεις δίπλα σε κάποιον, όχι ότι μικραίνεις.

Η αγάπη πέθανε, ναι, σε πολλές περιπτώσεις. Αλλά εμείς ζούμε. Και ίσως είναι καιρός να σταματήσουμε να ζούμε σαν ζωντανοί νεκροί. Να παραδεχτούμε την αλήθεια στον εαυτό μας, να διεκδικήσουμε λιγότερες «συμβάσεις» και περισσότερη ουσία. Να μην ντρεπόμαστε που δεν αντέχουμε άλλο. Να μη μένουμε, μόνο και μόνο επειδή «έτσι κάνουν όλοι». Το νοίκι συνεχίζεται, οι λογαριασμοί τρέχουν, οι υποχρεώσεις δε σταματούν. Το θέμα είναι, ποιος πληρώνει με την ψυχή του για να τα καλύψει; Και, τελικά, αξίζει το τίμημα;

Συντάκτης: Κρίστη Σταθοπούλου