Όλοι λίγο πολύ μεγαλώσαμε με κάποια παραμύθια. Κάποια τα λατρέψαμε και έμειναν στο νου μας μέχρι και την ενήλικη ζωή μας. Και όποτε τα θυμόμαστε, ένα μέρος μας γίνεται πάλι παιδί. Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από αυτά τα παραμύθια; Ποιοι μύθοι τα πλαισιώνουν και πόσο άλλαξαν από την αρχική τους μορφή έως τώρα; Μήπως μοιάζουν περισσότερο με ταινίες τρόμου αντί για ιστορίες για καληνύχτα; Και μήπως πολλά από αυτά έχουν κρυφούς συμβολισμούς από πίσω; Ας δούμε κάποια παραδείγματα.
Η γνωστή ( ; ) μας Κοκκινοσκουφίτσα
Στην Ευρώπη ξεκίνησε να εμφανίζεται από τις αρχές του Μεσαίωνα, μέχρι που ο Περώ της έδωσε την πρώτη καταγεγραμμένη της εκδοχή. Όμως η αρχική της μορφή ήταν λίγο πιο βίαιη. Δεν υπήρχε κυνηγός, ο λύκος έφαγε τη γιαγιά, αλλά κράτησε λίγο από το σώμα της και, μεταμφιεσμένος, το πρόσφερε στην Κοκκινοσκουφίτσα. Στη συνέχεια της ζήτησε να βγάλει τα ρούχα της και να ξαπλώσει μαζί του, ενώ όταν εκείνη αρνήθηκε, έφαγε και αυτήν. Οι αδελφοί Γκριμ χάρισαν στην ιστορία μία κάποια ελπίδα με την προσθήκη του κυνηγού.
Η ιστορία είναι ένα μήνυμα στα παιδιά για την αποπλάνηση και ο λύκος συμβολίζει τους ανθρώπους με κακές προθέσεις.
Η ιστορία της Πεντάμορφης και του Τέρατος

Έχει τις ρίζες της από τα αρχαία χρόνια, με διάφορους μύθους, και τοποθετείται σε διαφορετικές κουλτούρες του κόσμου. Η πρώτη εκδοχή που συναντάμε είναι αυτή της ιστορίας της «Ψυχής και του Έρωτα», όπου η Ψυχή παντρεύεται έναν αόρατο άντρα και, αφού την έπεισαν οι αδελφές της, τον είδε με ένα λυχνάρι και αυτός εξαφανίστηκε. Η πρώτη γραπτή μορφή που έχουμε είναι το 1740 από τη Γαλλία, όπου προστέθηκε η μαγεία, και η πιο γνωστή σε όλους μας εκδοχή ήρθε 16 χρόνια αργότερα. Όμως, όπως κάθε ιστορία, είχε και αυτή τον σκοπό της. Οι γυναίκες τον 18ο αιώνα δεν είχαν λόγο στο ποιον θα παντρευτούν και συχνά αυτό γινόταν με πολύ μεγαλύτερους άντρες. Οπότε ήταν ένας τρόπος ώστε να πειστούν πως ένας καλός γάμος και ένας καλός γαμπρός είναι πιο σημαντικός από την εξωτερική εμφάνιση.
Η Ωραία Κοιμωμένη

Η ιστορία της έχει πιο παλιές ρίζες από την εκδοχή της Disney και των Γκριμ, αλλά και πιο σκοτεινές. Σε πολλούς λαούς υπήρχαν θρύλοι για μαγεμένα πλάσματα που έπεφταν σε βαθύ ύπνο. Η πρώτη καταγεγραμμένη εκδοχή είναι το 1634, όπου η ηρωίδα λεγόταν Τάλια και τρυπιέται με ένα θραύσμα λιναριού και πέφτει σε λήθαργο. Μετά τη βρίσκει ένας βασιλιάς και, ενώ είναι κοιμισμένη, την αφήνει έγκυο σε δίδυμα. Όταν γεννήθηκαν, ένα από τα παιδιά πιπίλισε το δάχτυλό της κι εκείνη ξύπνησε. Ο βασιλιάς την ξαναβρήκε, την πήρε στο παλάτι, όπου η γυναίκα του σκότωσε τα παιδιά και της τα προσέφερε σαν γεύμα. Οι επόμενες εκδοχές ήταν κάπως πιο ρομαντικές, προσθέτοντας την καλοσύνη και τον έρωτα και αφαιρώντας τα βίαια στοιχεία.
Η Μικρή Γοργόνα

Υπήρχαν αρκετοί μύθοι για γοργόνες που μπορούσαν να βγαίνουν στη στεριά και να τις ερωτεύονται άνθρωποι. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν το 1837 έγραψε μία ιστορία για μία τέτοια. Περίπου, για την ακρίβεια. Διότι η Μικρή Γοργόνα δεν ήθελε απλά τον πρίγκιπα, αλλά και την αθανασία, και το τίμημα ήταν βαρύ, αφού δε θυσίασε μόνο τη φωνή της. Σε κάθε βήμα της με τα καινούργια της πόδια θα υπέφερε και, αν ο πρίγκιπας παντρευόταν άλλη, θα έπρεπε είτε να τον σκοτώσει είτε να γίνει η ίδια αφρός στη θάλασσα. Όπως και έγινε, αφού ο αγαπημένος της χάρισε αλλού την καρδιά του, κι εκείνη γύρισε πίσω στο νερό ως αφρός. Η Disney μετέτρεψε το 1989 αυτή την ιστορία σε πιο αισιόδοξη. Ο συμβολισμός πίσω από αυτήν την ιστορία είναι η πνευματική εξέλιξη, το πάθος για να ξεπεράσεις τα προσωπικά σου όρια, η θυσία και η ανιδιοτέλεια για την αγάπη.
Το παραμύθι «Χάνσελ και Γκρέτελ»

Στη σημερινή του μορφή γράφτηκε από τους Αδελφούς Γκριμ το 1812. Αλλά δεν το επινόησαν οι ίδιοι· βασίστηκε σε πολύ παλαιότερες, σκοτεινές ιστορίες. Πολλές μελέτες δείχνουν πως η ιστορία προέρχεται από τη Μεγάλη Πείνα (1315–1317) και άλλους λιμούς της μεσαιωνικής Ευρώπης. Κατά τις περιόδους αυτές υπήρχε λιμοκτονία σε μεγάλες περιοχές. Φτωχές οικογένειες εγκατέλειπαν παιδιά στα δάση για να επιβιώσουν οι ίδιοι. Εμφανίστηκαν πολλές ιστορίες παιδιών που χάνονταν. Η απελπισία οδηγούσε και σε κρούσματα κανιβαλισμού. Αυτός ο εφιάλτης της ανθρωπότητας ενσωματώθηκε σε πολλά λαϊκά παραμύθια. Η αρχική ιστορία δεν ήταν για παιδιά —ήταν προειδοποίηση για τον πραγματικό τρόμο της πείνας.
Στο παραμύθι, η μάγισσα ζει σε σπίτι από γλυκά, αλλά η προέλευσή της δεν είναι τόσο φανταστική. Η «μάγισσα» συμβολίζει γυναίκες απομονωμένες στα δάση. Συχνά ήταν βοτανολόγοι ή θεραπεύτριες και κατηγορούνταν ότι «τρώνε παιδιά» σε περιόδους κοινωνικής κρίσης. Υπάρχει και μια θεωρία ότι η μορφή της μάγισσας επηρεάστηκε από ιστορίες για γέρους ερημίτες που έκλεβαν παιδιά, θρύλους γύρω από κανιβαλικές συμμορίες στον ύστερο Μεσαίωνα και παγανιστικές θεότητες που «κατάπιναν» τους νεκρούς.
Πριν οι Γκριμ γράψουν την ιστορία, κυκλοφορούσαν προφορικές παραλλαγές: τα παιδιά δε βρίσκουν σπίτι από γλυκά, αλλά ένα κανονικό σπίτι όπου ζει κανίβαλος. Η μάγισσα δε θέλει γλυκά, θέλει παιδικό κρέας. Η Γκρέτελ ρίχνει τη μάγισσα στη φωτιά για να σωθεί ο Χάνσελ, μοτίβο ήδη υπαρκτό σε πολλές κουλτούρες. Οι Γκριμ απαλύνουν αυτές τις ιστορίες, αλλά όχι εντελώς. Γι’ αυτό το παραμύθι παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά τους. Για πρώτη φορά σε παραμύθι, τα παιδιά σώζουν τον εαυτό τους, όχι ένας ενήλικας, συμβολίζοντας έτσι την ελπίδα που επιβιώνει.
Η Σταχτοπούτα

Η Σταχτοπούτα έχει την τιμητική της, με πάνω από 500 καταγεγραμμένες παραλλαγές. Η πρώτη είναι τον 7ο αιώνα π.Χ., με την ηρωίδα να λέγεται Ροδόπη και να είναι Ελληνίδα σκλάβα στην Αίγυπτο. Σε έναν χώρο όπου δεν μπορούσε να πάει άνθρωπος, ένας θεός μετατράπηκε σε αετό, πήρε το σανδάλι της και το πέταξε στον Φαραώ. Εκείνος έψαξε να τη βρει και στη συνέχεια την έκανε γυναίκα του. Οι Αδελφοί Γκριμ, από την άλλη, έδωσαν μία πιο ενήλικη νότα στην ιστορία. Οι κακές αδελφές έκοψαν τα δάχτυλά τους για να χωρέσει το γοβάκι και, όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, τις τιμώρησαν με κοράκια να φάνε τα μάτια τους. Το νόημα αυτής της ιστορίας, πάντα ανά τους αιώνες, ήταν ένα: πόσο σημαντικός είναι ένας καλός γάμος, αφού μιλάμε για προηγούμενους αιώνες και η μόνη σημασία για τη γυναίκα ήταν αυτή.
Αυτές είναι οι ιστορίες των παραμυθιών με τις οποίες μεγάλωσαν πολλές γενιές —και ευτυχώς που τις παραλλάξαμε στα χρόνια, γιατί αλλιώς δε θα έπρεπε να συνεχίζουν να το κάνουν.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
