Έχουν διαλυθεί όλα. Μπορεί να μην έχεις δουλειά ή αυτή που έχεις να μη σε ικανοποιεί πια. Τα οικονομικά πάνε σκατά. Μπορεί και τα προσωπικά να πάνε από σκατά, χειρότερα. Ίσως ψάχνεις σπίτι. Ίσως ψάχνεις αφορμή. Γενικά δεν έχεις τόπο, δεν έχεις ελπίδα, δε θα σε κλάψει καμιά πατρίδα. Και εσύ τι κάνεις; Απλά κοιτάζεις το ταβάνι. Πιθανόν, κάνεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ή τρως το ένα τζανκ πίσω από το άλλο. Και γενικά είσαι πλήρως άπραγος.
Είναι εκείνη η περίοδος της ζωής σου που καλείσαι να επανασχεδιάσεις το μέλλον σου ως ενήλικας. Η δεύτερη, μάλλον φορά, αφού η πρώτη ήταν κάπου στα 16 με 18, όταν σου ζήτησαν να αποφασίσεις τι θες να κάνεις με το υπόλοιπο του βίου σου. Εσύ ζορίστηκες, έκλαψες, νευρίασες, φοβήθηκες αλλά τα κατάφερες. Κουτσά στραβά και με κόπο, το κατάφερες. Όμως κανείς δε σε προειδοποίησε ότι αυτό θα χρειαστεί να το ξανακάνεις. Μάλιστα, με δυσκολότερο τρόπο, καθώς πίσω σου θα έχεις ήδη άλλες χίλιες υποχρεώσεις να σε περιμένουν.
Έτσι, τώρα κι από το πουθενά βρέθηκες να μένεις με τον εαυτό σου και την αίσθηση της απογοήτευσης, η οποία σιγά σιγά γίνεται το συναίσθημα της αποτυχίας, αν το αφήσεις να σε καταβάλει. Και τώρα τι; Πώς θα φύγει αυτό το βάρος από το στήθος που σε κρατάει ξάγρυπνο το βράδυ; Πώς θα βρεις ενδιαφέρον να συνεχίσεις; Και το κυριότερο, πώς θα βγάλεις άκρη; Η απάντηση είναι μία: Δεν έχει κανείς την παραμικρή ιδέα. Το μόνο που μένει είναι η ελπίδα πως κάποια μέρα θα γίνει ένα κλικ και θα βρούμε την άκρη του νήματος και, σιγά σιγά, θα ξετυλίξουμε το κουβάρι της χαώδους μας ζωής. (Πολύ ποιητικό αυτό, μου άρεσε, θα το κρατήσω όταν θα θέλω να το παίζω ψαγμένη.)
Όμως θα ήθελα να μιλήσουμε και για κάποιους άλλους, εκτός τους εαυτούληδές μας και την κρίση ταυτότητας. Για εκείνα τα άτομα που συχνά δεν τα πιάνει το μάτι σου και μπορεί να είναι αθόρυβα στη ζωή μας. Για εκείνα τα άτομα που, ό,τι και να γίνει, όσες αλλαγές και να κάνουμε στη ζωή μας, μένουν εκεί. Σταθερή αξία. Είναι εκείνα τα άτομα που, όσες φορές και να σκοντάψεις, σου δίνουν το χέρι τους για να σηκωθείς. Και το κάνουν με έναν τόσο μαγικό τρόπο, ώστε δε σε κάνουν να νιώθεις ντροπή, ούτε υποχρέωση, ούτε κατώτερος. Απλά σου λένε: «Δείξε μου τον δρόμο σου και εγώ θα τον περπατήσω μαζί σου». Αν υπάρχει ευλογία, αυτά τα άτομα είναι μία.
Είναι αυτά τα άτομα που θα σε δουν κάτω στο πάτωμα και θα ξαπλώσουν μαζί σου. Θα μείνουν ξάγρυπνα μαζί σου όταν θα έχεις αϋπνίες από το άγχος. Θα είναι εκεί να ακούσουν τις καινούργιες σου ιδέες, όσο γελοίες και αν είναι. Τους προβληματισμούς σου, την απελπισία σου. Χωρίς να σε κρίνουν, χωρίς να σε θεωρούν υπερβολικό. Χωρίς να προσπαθούν να σε πείσουν για έναν χλιαρό συμβιβασμό.
Στο τέλος της ημέρας, δε μετράνε οι απαντήσεις που δεν έχουμε, ούτε τα σχέδια που μένουν μισά. Μετράνε οι άνθρωποι που κάθονται δίπλα μας όταν όλα μοιάζουν να διαλύονται. Αυτοί που δε φοβούνται τη σιωπή μας, ούτε τα σκοτάδια μας. Και όσο τους έχουμε, ίσως τελικά να μην είμαστε ποτέ πραγματικά χαμένοι.
ΥΓ: Αυτό το άρθρο είναι ένα «ευχαριστώ». Σας ευχαριστούμε που είστε στη ζωή μας και δίνετε ακτίνες φωτός στα σκοτάδια μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου
