Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

 

Μας εκμυστηρεύεται ο Π.

Όταν ήμουν περίπου 21 χρονών, βρήκα τελικά το θάρρος να ζητήσω από μια χαριτωμένη συνάδελφο να βγούμε. Μιλούσαμε πολύ καιρό και φαινόταν να ενδιαφέρεται για μένα, οπότε νόμιζα ότι το πράγμα πήγαινε καλά και προχωρήσαμε λοιπόν στο να κανονίσουμε ραντεβού. Πήγαμε να δούμε μια ταινία και μετά φάγαμε δείπνο σ’ ένα όμορφο μαγαζί. Αφού μπήκαμε στο αυτοκίνητό μου, μου είπε να μην την πάω πίσω στο σπίτι των γονιών της. Όταν ρώτησα πού ήθελε να πάει, μου ζήτησε να την οδηγήσω στο σπίτι του αγοριού της. Η καρδιά μου έπεσε στους αστραγάλους μου. Όταν μιλήσαμε την επόμενη μέρα στη δουλειά, μου είπε ότι το αγόρι της δε θα την πήγαινε να δει την ταινία (στην οποία και κοιμήθηκε) και ότι δε θα έβγαινε ποτέ μ’ έναν τύπο σαν εμένα για κάτι παραπάνω.

 

Γράφει η Ταρασία Γεωργιάδου (#Eν_διελεύσει)

Έχω αποφασίσει και επιλέγω ένα διατροφολόγο ξέροντας πόσο καλός είναι στη δουλειά του εμπιστευόμενη την κολλητή μου. Επικοινώνησα μαζί του και παρά το φορτωμένο πρόγραμμά του και τις υποχρεώσεις του, ανέλαβε να με παρακολουθήσει διαδικτυακά λόγω απόστασης, κάτι το οποίο με χαροποίησε ιδιαίτερα. Συμφωνήσαμε και με περισσότερο πείσμα από κάθε φορά ξεκίνησα. Στις δυο πρώτες εβδομάδες είδα ήδη εμφανή αποτελέσματα. Και εκεί μείναμε. Στη συνέχεια έψαχνα να τον βρω για να συνεχίσω και να μου στείλει πρόγραμμα, αφήνοντας μηνύματα αλλά δεν ήταν εφικτό. Μέχρι που μια μέρα μου τηλεφώνησε για να μου ανακοινώσει πως χάρηκε μεν για τη συνεργασία μας αλλά δε θα συνεχίσουμε, προβάλλοντάς μου διάφορες δικαιολογίες. Ναι, αυτό ήταν το τελευταίο χειρότερο άκυρο που μου έχει συμβεί και με ενόχλησε ιδιαίτερα.

 

Στείλε κι εσύ το τέλειο, κρυφό μήνυμα και γλίτωσε τ’ άκυρο!

 

 

Γράφει η Ζηνοβία Τσαρτσίδου (#Παιχνίδια_λεξιμαχείας)

Το χειρότερο άκυρο που έχω φάει ήταν από παιδί στο δημοτικό (ναι πολύ καλά διαβάσατε). Μου άρεσε αρκετά χρόνια κι όταν πια φτάσαμε έκτη δημοτικού, έβλεπα με τα μάτια μου ενδιαφέρον από την πλευρά του -μάλλον τελικά είχα παραισθήσεις ή μυωπία. Έφτασαν τα γενέθλιά του και μαζευτήκαμε διάφορα παιδιά από την τάξη σ’ ένα μαγαζί για παιχνίδι και φαγητό. Εγώ ντύθηκα, στολίστηκα, έβαλα τη μαμά μου να μου φτιάξει τα μαλλιά και πήρα όλη την παιδική μου αθωότητα και πήγα να του πω ότι μ’ αρέσει. Εν τέλει εκείνο το βράδυ, αυτός φίλησε μία από τις καλύτερές μου φίλες κι εγώ απλά έφαγα μπόλικη πίτσα και γύρισα σπίτι να γ΄ραψω στο ημερολόγιο μου πόσο απογοητευμένη είμαι από τους άντρες (ετών 12).

 

 

Μοιράζεται μαζί μας η Γ.

Μιλούσαμε μέσω social δύο μήνες. Αυτός Καλαμάτα, εγώ Καβάλα. Μετά από πολύ ψήσιμο, με πείθει να βρεθούμε. Μου κλείνει εισιτήρια για Καλαμάτα γιατί λόγω δουλειάς δεν μπορούσε να κλείσει εισιτήρια και να ανέβει. Πάω κι εγώ με μια επιφυλακτικότητα και μια χαρά μαζί. Και που λέτε παιδιά έφτασα στο ΚΤΕΛ, τον πήρα 200 τηλέφωνα και δεν ήρθε ποτέ να με πάρει. Το γιατί δεν το έμαθα ποτέ. Ακόμα το κλαίω το σουκού που έχασα για πάρτη του.