Όταν κάποιοι άνθρωποι λένε «λίγο», είναι για εκείνους σχήμα λόγου. Και δυστυχώς τις περισσότερες φορές παίρνει καιρό να καταλάβει κανείς το συνάφι τους.

Αυτοί οι άνθρωποι, που σε έχουν στο περίμενε και ποτέ δεν αλλάζουν στάση, δεν παίρνουν κάποια απόφαση, δεν αποφασίζουν τι θέλουν από σένα και τη ζωή τους, είναι συσκευασμένα συναισθήματα τοποθετημένα πρόχειρα σ’ έναν πάγκο ξεχασμένου επαρχιακού ζαχαροπλαστείου. Όμορφοι απ’ έξω, μέχρι κάποιος να αποφασίσει να δοκιμάσει το εσωτερικό. Είναι μονάχα λίγες στιγμές χαράς κι έπειτα το χάος. Μοιάζουν με ιδανικούς συντρόφους, μέχρι τη στιγμή που λαμβάνουν την επιβεβαίωση που αναζητούν -και μετά εξαφανίζονται.

Σκορπίζονται δεξιά κι αριστερά με κοινοτοπίες και ρηχά ερωτόλογα, αδυνατώντας να συλλάβουν το μέγεθος της καταστροφής που μπορούν να προκαλέσουν. Σ’ έχουν στο περίμενε μόνο για να φύγουν μια μέρα, χωρίς καν να χαιρετήσουν.

Πουλάνε υποσχέσεις ντυμένες όμορφα, τυλιγμένες με ωραία λόγια. Εμφανίζονται ως «κάτι διαφορετικό», ισχυρίζονται πως «δε θα σε πλήγωνα ποτέ» κι όμως στο παρασκήνιο ήδη σχεδιάζουν το επόμενο βήμα, μακριά από οποιονδήποτε έτυχε να πληγώσουν αυτό το βράδυ του Αυγούστου.

Πίσω απ’ τη βιτρίνα της ηρεμίας τους κρύβονται παγόβουνα. Και μπορεί κανείς να πιστεύει πως βρήκε γαλήνη, μα αρκεί να πλησιάσει λίγο περισσότερο για να δει πως αυτή η ηρεμία είναι επικίνδυνη -από εκείνες που σου κόβουν την ανάσα χωρίς προειδοποίηση. Η κτητικότητα τους δεν έχει φωνές. Δεν έχει ξεσπάσματα. Είναι απλώς δεδομένη. Δεν αφήνει χώρο ούτε για αμφισβήτηση, ούτε για τα αυτονόητα. Κι έτσι καταλήγεις να κινείσαι γύρω απ’ το εγώ τους, σαν δορυφόρος που ξέχασε ότι είχε κάποτε δική του τροχιά.

Αυτοί οι άνθρωποι βυθίζονται τόσο βαθιά στην εικόνα που οι ίδιοι κατασκευάζουν, που στο τέλος ξεχνούν τι είναι αλήθεια και τι αφήγηση. Και κάποια στιγμή έρχεται εκείνη η ώρα -όχι σαν τιμωρία, μα σαν φυσική εξέλιξη. Γιατί τίποτα χτισμένο πάνω σε κενό δεν αντέχει για πολύ.

Κι όταν φτάσει το ζόρι, δε μένει κανείς κοντά τους. Όλοι εκείνοι οι πρόχειροι σύμμαχοι, οι φίλοι των ξενυχτιών, της εντυπωσιακής εισόδου και των εύκολων στιγμών που ήταν δίπλα τους, απλώς εξαφανίζονται. Δεν υπάρχει κανείς να τους ακούσει. Κανείς να προσφέρει μια αγκαλιά χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα. Όχι επειδή δεν υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι -αλλά γιατί ποτέ δεν έδωσαν σε κανέναν τον χώρο να δει κάτι πέρα από την επιφάνεια. Δεν είναι ότι τους εγκατέλειψαν αυτούς τους ανθρώπους, αλλά δεν τους γνώρισαν ποτέ πραγματικά.

Κι όταν ο καθρέφτης ραγίσει, μένουν μόνοι με τα θραύσματά του. Ξεχνούν ποιοι ήταν πριν το σόου, πριν τους ρόλους, πριν τις βαρύγδουπες δηλώσεις και τις γενναίες υποσχέσεις. Κι όμως, πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα κάνει το λάθος να πιστέψει πως μπορεί να δει κάτι πίσω απ’ όλα αυτά. Να μείνει λίγο παραπάνω. Να συγχωρήσει λίγο παραπάνω. Όχι από αδυναμία, αλλά από ελπίδα. Από πίστη πως κάτω απ’ την πανοπλία υπάρχει ακόμα κάτι ανθρώπινο. Μπορεί να κάθεται σε μια γωνιά του καναπέ, κρατώντας μια κούπα ζεστό καφέ, και να περιμένει. Όχι κάποιο θαύμα. Μόνο λίγη αλήθεια. Λίγη σιωπή χωρίς προσποίηση. Μια στιγμή χωρίς ρόλους.

Γιατί η αγάπη δεν είναι πώληση. Δεν είναι προϊόν για να το διαφημίζεις και να το αποσύρεις κατά βούληση. Δεν έχει τιμή, ούτε περιτύλιγμα. Κι όμως, κάποιοι την κάνουν αυτό ακριβώς: Ένα εμπόρευμα με χαμηλή αξία και ημερομηνία λήξης.

Και κάπου εκεί, μέσα σ’ όλο αυτό, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τον εαυτό του, όχι γιατί ήταν αδύναμος, αλλά γιατί ήταν πρόθυμος -ναι ακόμα και κάποιος που ανήκει στην κατηγορία των προηγούμενων ανθρώπων. Γιατί αγάπησε χωρίς όρους, χωρίς στρατηγικές. Αλλά αυτό δεν αρκεί πάντα.

Ίσως υπάρξει μια στιγμή αυτογνωσίας. Μια μικρή ρωγμή στο εγώ, που να αφήσει λίγο φως να περάσει. Και τότε, ίσως -μόνο ίσως- να μπορέσει κι εκείνος να δει πως ήρθε η ώρα να αγαπήσει αληθινά.

Όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά κάποιον άλλον. Όχι για να γεμίσει τα κενά του, αλλά για να σταθεί δίπλα του. Όταν -κι αν- γιατρέψει πρώτα τις δικές του πληγές.

Συντάκτης: Ηλιάννα Βασιλείου
Επιμέλεια κειμένου: zinatsartsidou