Μόνο εμένα η μεγάλη πόλη μου φαίνεται αχανής, απρόσωπη και ψυχρή; Μήπως το γεγονός ότι έχω μεγαλώσει σε χωριό με κάνει να μου αρέσουν τα μικρά μέρη; Καλά, όχι και χωριό η Ζαχάρω. Κωμόπολη.

Κωμόπολη, βέβαια, στο έφηβο μυαλό μου, σήμαινε ένα μεγάλο χωριό που, για να φαίνεται πιο γκλαμουράτο, το λέγαμε κωμόπολη. Τόσο αστεία λέξη. Τόσο μέτρια. Ένα μέρος που ξέραμε όλοι, όλους. Και όταν λέμε ξέραμε, εννοούμε οριακά τι βρακί φορούσε ο καθένας. Ποτέ δε χώνεψα όλη αυτή την αναγνωρισιμότητα. Είναι μύθος ότι στα μικρά μέρη σε ρωτούν «τίνος είσαι εσύ;» για να μάθουν. Καλέ, άκου με κι εμένα. Ξέρουν ήδη. Απλά θέλουν την επιβεβαίωση. Μόνο αν έχεις μόλις φτάσει από άλλον πλανήτη δε θα σε αναγνωρίσει κάποιος. Σε αυτή την περίπτωση, χρειάζεται να πεις το επίθετό σου και την επαγγελματική ιδιότητα του πατέρα σου. Και ξαφνικά θα μάθεις με ποια τα είχε ο παππούς σου στην Τρίτη Δημοτικού.

Το να μεγαλώνεις, λοιπόν, σε ένα τέτοιο μέρος έχει πολλά αρνητικά. Ωστόσο, τα θετικά μπορούν κάπως να ισορροπήσουν την κατάσταση κι εγώ, προσπαθούσα πολύ, σαν παιδί, να βλέπω τη θετική πλευρά του τόπου μου. Ένα από αυτά είναι η αξία του να έχεις ένα «στέκι».

Το στέκι είναι ένας χώρος, συνήθως ανεπίσημος και φιλόξενος. Εκεί συχνάζουν παρέες για κοινωνική συναναστροφή, ξεκούραση, κουβέντα, φαγητό, καφέ ή ποτό. Μπορεί να είναι καφενείο, ταβέρνα, μπαρ, καφετέρια, ακόμα και κάποια πλατεία. Το χαρακτηριστικό αυτού του μέρους είναι η σταθερή παρουσία των ίδιων ατόμων. Οι λεγόμενοι θαμώνες. Οι θαμώνες νιώθουν τόσο άνετα, που θεωρούν το μέρος «δεύτερο σπίτι» τους. Διαβάζοντας τον ορισμό, ο καθένας από εμάς έχει ένα μέρος στο μυαλό του.

Για μένα, όσο ζούσα στη Ζαχάρω, και για την παρέα μου, αυτό το μέρος ήταν ο «Κρίβας»· δε λεγόταν έτσι η καφετέρια, αλλά ο άνθρωπος που δούλευε εκεί και μας έφτιαχνε καφέ. Ήταν το καταφύγιό μας. Η πρώτη φορά που ήπιαμε φραπέ και φρέντο εσπρέσο. Τα άτσαλα τσιγάρα μας. Τα πρώτα μας ραντεβού. Τα γκόρντονς σπέις με 7% αλκοόλ. Και φυσικά, ο Κρίβας: ο πρώτος μας ψυχολόγος. Εκεί, δίπλα μας στα χτυποκάρδια, στους χωρισμούς, στα γέλια και στα κλάματα. Ακόμα και πριν φύγουμε για την πενθήμερη, όταν του ζητήσαμε να κάνουμε ένα πάρτι και να ξενυχτίσουμε εκεί όλο το βράδυ, δε μας το αρνήθηκε. Ήταν εκεί δίπλα μας και χαιρόταν με τη χαρά μας.

Το μαγαζί, πια, έχει κλείσει πια οριστικά. Κι εμείς, μεγαλώσαμε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Τότε, πίστευα πως δε θα χρειαστώ ποτέ ξανά να έχω ένα στέκι. Ήθελα να αποτιναχτεί το χωριό από πάνω μου και να μη με ξέρει κανείς. Να πίνω τον καφέ όπου θέλω, με όποιον θέλω, και να μη δένομαι ούτε με πρόσωπα, ούτε με τραπέζια και καρέκλες.

Μετά από τόσα χρόνια στη μεγαλούπολη, κατάλαβα πως είναι σημαντικό κι εδώ να έχεις το στέκι σου. Γιατί; Όλοι ξέρουν πού θα σε βρουν. Όταν έχεις άδεια, ρεπό ή απλά κενό χρόνο, πετάγεσαι εκεί για ένα καφεδάκι και οι δικοί σου δε χρειάζεται να σε ψάξουν, ούτε να σε ρωτήσουν με εκατό μηνύματα πού είσαι. Στην απρόσωπη πόλη, το στέκι σου γίνεται το «χωριό» σου. Έτσι, για να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου. Πίνεις τον καφέ σου χωρίς να σε στραβοκοιτάνε. Οι υπόλοιποι θαμώνες σε συνηθίζουν και δε σε κρίνουν για τον τρίωρο freddo- ο οποίος είναι πάντα ο ίδιος. Απολαμβάνεις σταθερή ποιότητα και στον καφέ σου, αλλά και στο φαγητό σου, αν θες κάτι να τσιμπήσεις μετά από τρεις ώρες.

Δημιουργείται μια οικειότητα ρε παιδί μου. Σε καλημερίζουν με το μικρό σου όνομα. Είναι τόσο γλυκό να θυμούνται τι καφέ πίνεις και τι παραξενιές έχεις και να τα εκπληρώνουν όλα με χαμόγελο, όχι γιατί είσαι ένας πελάτης, αλλά γιατί είσαι εσύ. Φυσικά, δε λείπει και το κουτσομπολιό. Με αγάπη πάντα. Και με ασφάλεια. Το στέκι είναι το απόρρητο γραφείο ειδήσεων της περιοχής. Σιγά σιγά μαθαίνεις τα προσωπικά άλλων θαμώνων, τα οποία μένουν εκεί. Βοηθούν απλά στο small talk, χωρίς να κάνουν κακό. Ακόμα και αν πηγαίνεις μόνος σου, κάποιος θα σου πιάσει κουβέντα, θα μάθεις τα νέα, θα συζητήσεις για μπάλα, πολιτική ή για το σκυλί σου.

Καφετέριες, προφανώς, υπάρχουν πάρα πολλές. Όταν, όμως, θέλεις να ξεφύγεις από το χάος της πόλης, ψάχνεις για το ησυχαστήριό σου. Ακόμα κι αν έχει πολύ κόσμο, εσύ ηρεμείς. Έχεις μια αίσθηση σταθερότητας. Όταν όλα αλλάζουν γύρω σου και σε κουράζουν, το στέκι μένει εκεί, με την ίδια μυρωδιά, την ίδια μουσική, την ίδια διακόσμηση και τα ίδια χαμόγελα.

Και να σου πω και κάτι;

Το στέκι το χρειαζόμαστε γιατί είναι απλά ελληνικό. Η έννοιά του είναι η ουσία της κοινωνικότητας και της παρέας. Και ναι, το άρθρο μου το γράφω στο Marmellate Café, που είναι κοντά στο σπίτι μου κι έγινε κατά κάποιο τρόπο, σπίτι μου.

Συντάκτης: Βενετία A.