Πάμε πίσω στο μακρινό, πια, 2016. Κλείνω διακοπές με την τότε κολλητή, την Μπου, στην Αντίπαρο. Έχουμε ακούσει πως είναι το ιδανικό μέρος για single άτομα, για να το γλεντήσουν με όποιο τρόπο επιθυμούν. Όσοι έχετε πάει, τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές ίσως και να χαμογελάτε αχνά. Είτε γιατί μια ανάμνηση ήρθε στον νου, είτε γιατί κάποιος, κάπου, κάποτε, είχε να σας πει μια τέτοια ιστορία για τα σοκάκια της Πάρου και της Αντίπαρου.
Η Μπου και εγώ ήμασταν ο τέλειος συνδυασμός για ποτά, διασκέδαση και αναλύσεις επί αναλύσεων μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Τα ζητήματα καρδιάς μονοπωλούσαν πάντα τις συζητήσεις μας. Άλλωστε, η ζωή χρειάζεται έρωτα και τους κολλητούς για να συζητάς γι’ αυτόν, τουλάχιστον όταν είσαι κάτω από τριάντα.
Φτάνοντας στην Αντίπαρο, λοιπόν, καταλάβαμε ότι θα μας ταιριάξει πολύ αυτό το μέρος. Μικρό, κυκλαδίτικο και ζωντανό όλες τις ώρες. Μας είχαν ενημερώσει για τα hot ποτάδικα. Boogaloo, Mylos, La Luna. Αλλά κανείς δε μας είχε πει για το BEE.
Περάσαμε απ’ έξω, και τότε τον είδα. Στεκόταν στην πόρτα με ένα λευκό πουκάμισο. «Ελάτε μέσα κορίτσια, έχουμε ελληνική βραδιά σήμερα». Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν κι ένιωσα πως κοκκίνισα μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Το χαμόγελό του παιδικό και σκανδαλιάρικο. Δεν ξέρω πόσα δευτερόλεπτα κοιταζόμασταν στα μάτια χωρίς να μιλάμε. Ο πόνος που ένιωσα στο μπράτσο μου ήταν από τον αγκώνα της Μπου.
Αφού περάσαμε μια βόλτα από τα άλλα μαγαζιά, τελικά αποφασίσαμε -δημοκρατικά πάντα- να πάμε στο BEE. Μόλις μπήκα μέσα κατάλαβα πως εκείνος δούλευε μέσα στο μπαρ. Τράβηξα ένα σκαμπό και κάθισα μπροστά του. Η Μπου καθόταν δίπλα μου και μιλούσε με το DJ. Don’t judge, ήμασταν διακοπές.
Χωρίς να συστηθούμε, άρχισε να μου μιλάει για τη δουλειά του. Να μου εξηγεί πώς συνδυάζονται τα ποτά για τα κοκτέιλ και πώς καταλαβαίνει τι τύπος ανθρώπου είναι ο καθένας από εμάς, μόλις παραγγείλει το ποτό του. Παράλληλα ρωτούσε πληροφορίες και για μένα. Την ηλικία μου, τη δουλεία μου και το πώς αποφασίσαμε να έρθουμε σε αυτό το νησί.
«Είναι ένα νησί γεμάτο έρωτα», μου είπε και γελάσαμε ταυτόχρονα.
Δούλευε το πρωί σε ένα beach bar και το βράδυ σε αυτό το μπαρ. Οπότε πήγαινα για να τον βλέπω. Το πρωί ήξερε τον καφέ μου και το βράδυ το ποτό μου. Μου άρεσε τόσο να τον κοιτάζω. Ό,τι έκανε, το έκανε με πάθος. Την αγαπούσε αυτή τη δουλειά, φαινόταν. Όταν τελείωνε το βράδυ από το μπαρ ή πηγαίναμε σε άλλο μαγαζί ή με πήγαινε με τα πόδια ως το δωμάτιο. Περπατούσαμε πλάι πλάι και κρατιόμασταν χέρι χέρι. Η φωνή του ήταν αισθησιακή και μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει για τη ζωή του. Εγώ ονειρευόμουν πώς θα είναι τα βράδια του χειμώνα στην Αθήνα. Δεν ήθελα να το ομολογήσω, αλλά τον είχα ερωτευτεί. Δεν τολμούσα να του πω πως μας φανταζόμουν στον καναπέ, με την κουβερτούλα να βλέπουμε σειρές.
Κάπως έτσι κύλησαν οι μέρες και φτάσαμε στο τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή μας. Η Μπου διακριτικά μας άφησε μόνους για ακόμα μια φόρα. Μετά το ποτό μας, πήγε στο δωμάτιο να ξαπλώσει.
Αφού κλειδώσαμε το μαγαζί, με έπιασε από το χέρι. «Πάμε;» Δε χρειαζόταν να απαντήσω κάτι, έσφιξα το χέρι του και άρχισα να περπατάω δίπλα του. Αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από τον κόσμο και να σεργιανάμε στα σοκάκια του νησιού. Δε μιλούσε. Πρώτη φορά που δεν έλεγε τίποτα. Εγώ δεν ήξερα τι να πω. Ήθελα να τον αγκαλιάσω και να του ζητήσω να με βρει μόλις τελειώσει η σεζόν. Να μιλάμε κάθε μέρα και να μάθω τα πάντα για εκείνον. Να έρθει να μείνει μαζί μου. Να πάμε για καφέ και για ποτό σε όλα τα μαγαζιά που του αρέσουν. Κι όμως, δεν είχα μιλιά. Η ανασφάλεια και η αμφιβολία ότι τα συναισθήματα δεν ήταν αμοιβαία με σταματούσαν. Το χέρι μου, όμως, δεν το άφηνε.
«Προς τα πού θα πάμε τώρα;» τον ρώτησα. «Λέω να γυρίσουμε στο δωμάτιό σου, θα ξημερώσει σε λίγο και ταξιδεύετε το πρωί, χρειάζεσαι ξεκούραση» μου απάντησε. Τον κάλεσα στο μπαλκόνι μας όπου φαινόταν η πανσέληνος του Αυγούστου. Ξεκίνησε εκείνος να μιλάει.
«Μου αρέσεις πάρα πολύ. Σε άλλη φάση της ζωής μου θα μπορούσα να σε ερωτευτώ. Αλλά τώρα δε μου επιτρέπω τέτοιες παρεκτροπές. Δεν μπορώ καν να σου ζητήσω να με περιμένεις να γυρίσω το χειμώνα. Γιατί έκλεισα μια δουλεία στο Λονδίνο. Θα γίνω barista σε ένα πολύ γνωστό μαγαζί. Ίσως ξαναβρεθούμε κάποτε…»
Η απάντησή μου ήταν πολύ συγκρατημένη. «Θα ήθελα πάρα πολύ να σε ξαναδώ. Θα ήθελα να σου ζητήσω και να σου πω ένα σωρό πράγματα αλλά μάλλον όλες τα ίδια θα σου λένε. Είσαι μπάρμαν σε ένα νησί και λογικά θα γνωρίζεις πολλές σαν εμένα. Αλλά εγώ…» Δεν είπα τίποτα άλλο. Δεν πρόλαβα. Με φίλησε για πρώτη και τελευταία φορά. «Δε γνωρίζω πολλές σαν εσένα γι’ αυτό και θα σταματήσω εδώ. Θα σε θυμάμαι πάντα.»
Κι έφυγε…
Και να σου πω και κάτι; Ο Γιάννης δούλευε όντως στο Λονδίνο, δε μου είπε ούτε μία παπάτζα. Κι εγώ, όταν έφυγα από την Αντίπαρο, δάκρυσα αλλά χαμογελούσα. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ. Δεν είχαμε κάτι να πούμε. Ήθελα απλά να ζήσω έναν έρωτα. Κι αυτό έγινε με τον πιο γλυκόπικρο καλοκαιρινό τρόπο, στα σοκάκια εκείνου του νησιού.
