Υπάρχει ένα μέρος στη γη που κρατά ακόμη μέσα του μια μικρή δόση μαγείας. Ένα μέρος που ο χρόνος μοιάζει να κινείται αλλιώς· πιο αργά, πιο ήσυχα, σχεδόν προστατευτικά. Εκεί, οι πληγές μαλακώνουν, ακόμα κι αν δεν είναι αυτός που τις άνοιξε. Εκεί η ζεστασιά δεν έχει εποχές είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι είναι πάντα η ίδια. Έχει μια γνώριμη μυρωδιά, τη μυρωδιά του σπιτιού, της μνήμης, της αρχής των πάντων. Και όταν φτάσεις εκεί, δε χρειάζονται λέξεις. Τα άγχη σου, οι φόβοι, η κούραση της ημέρας, όλα όσα δεν μπόρεσες να πεις, με έναν μαγικό τρόπο, ακούγονται. Χωρίς φωνή.
Αν δεν έχεις καταλάβει ακόμα για ποιο μέρος μιλάω, θα στο πω ξεκάθαρα, το ομορφότερο μέρος σε ολόκληρη τη γη είναι η αγκαλιά της μητέρας.
Ήταν το πρώτο μέρος στο οποίο βρεθήκαμε μόλις ήρθαμε στη ζωή. Τα δυο της χέρια μάς τύλιξαν σε κάθε χαρά και σε κάθε πόνο. Μας κράτησαν όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα, όταν πέσαμε, όταν φοβηθήκαμε, όταν γελάσαμε. Ήταν αγκαλιές με δάκρυα, άλλοτε λυπητερά, άλλοτε χαρούμενα και ανάμεσα σε αυτές τις στιγμές, χωρίς να το καταλάβουμε, περάσαμε από την παιδικότητα στην ενηλικίωση. Χάσαμε την αθωότητά μας και μερικές φορές μάλιστα, τολμήσαμε να πιστέψουμε πως μεγαλώσαμε “αρκετά” για τέτοιες τρυφερές στιγμές, πως είμαστε πολύ «cool» για τις αγκαλιές της μαμάς, πως δεν τις χρειαζόμαστε πια.Αλλά πέσαμε έξω. Γιατί όσο μεγαλώνουμε, τόσο περισσότερο καταλαβαίνουμε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν τα αντικαθιστά τίποτα.
Στην ενήλικη μας ζωή, αντιμετωπίζουμε δυσκολίες που δε φανταζόμασταν ποτέ. Προθεσμίες, άγχη, απώλειες, απογοητεύσεις, μοναξιά. Το μυαλό μας γεμίζει φωνές, το σώμα μας κουράζεται, κι η καρδιά μας ψάχνει ένα απλό πράγμα, κάπου να ξαποστάσει. Έτσι λοιπόν συνειδητοποιούμε πως δεν υπάρχει πιο φυσικό, πιο βαθιά αληθινό μέρος για να ακουμπήσεις απ’ την αγκαλιά της μητέρας σου. Δε χρειάζεται να πεις τίποτα, δε χρειάζεται να είσαι “καλά”, δε χρειάζονται εξηγήσεις. Η αγκαλιά της μαμάς σου είναι το μόνο μέρος όπου μπορείς να ξαναγίνεις παιδί έστω για λίγο.
Μερικές φορές είναι η μαμά που μας κρατάει. Άλλες φορές, όταν εκείνη μεγαλώνει και αδυνατίζει, είμαστε εμείς που κρατάμε εκείνη. Αλλά ακόμη κι έτσι, η αγκαλιά της, έχει μια δύναμη που δεν εξηγείται με λόγια. Είναι ανάμνηση, ένα άρωμα που δεν ξεχνιέται, μια αφή που μένει στο δέρμα, μια ανάσα δίπλα στο αυτί σου που σε ησυχάζει. Είναι τα βράδια που δεν μπορούσες να κοιμηθείς και τρύπωνες δίπλα της. Είναι οι Κυριακές που σε σκέπαζε με την κουβέρτα στον καναπέ, το φιλί στο μέτωπο πριν από κάθε δύσκολη μέρα.
Και σήμερα, στην ενήλικη ζωή, αυτές οι εικόνες επιστρέφουν. Όχι μόνο σαν μνήμη, αλλά σαν ανάγκη. Ίσως όταν ήμασταν παιδιά να μην εκτιμούσαμε πόσο σημαντική ήταν η μητρική αγκαλιά γιατί ήταν δεδομένη, ήταν πάντα εκεί. Τώρα όμως ξέρουμε: τίποτα δεν είναι δεδομένο. Οι άνθρωποι φεύγουν, αλλάζουν, κουράζονται. Η αγκαλιά της μαμάς όμως είναι μια υπενθύμιση του ανιδιοτελούς, του σταθερού, του αληθινού. Μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε, από πού ξεκινήσαμε και πόση δύναμη έχουμε μέσα μας, γιατί κάποιος μας την έδωσε απλόχερα χωρίς να ζητήσει ποτέ αντάλλαγμα.
Καθώς μεγαλώνουμε, αλλάζει και η σχέση μας με τη μητέρα μας. Δε μας φροντίζει πια όπως όταν ήμασταν μικροί. Τώρα εμείς μπορεί να είμαστε αυτοί που πρέπει να την προσέχουμε, να τη φροντίζουμε και να της λέμε, «μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». Αλλά η αγκαλιά της είναι ακόμα το λιμάνι μας. Και θα είναι, για πάντα.
Σε όλες τις μανούλες αυτού του κόσμου, παρούσες ή απούσες, οφείλουμε κάτι που καμία γλώσσα δεν μπορεί να χωρέσει. Οφείλουμε ένα ευχαριστώ. Για τις φορές που μας κράτησαν χωρίς να μιλήσουν, για τις φορές που μας στήριξαν όταν δεν το ζητήσαμε. Για την αγκαλιά που έδωσαν, που δίνουν, και που θα δίνουν, ακόμα κι όταν πονάνε, ακόμα κι όταν δεν έχουν τίποτα άλλο να προσφέρουν.
Ας την τιμήσουμε λοιπόν, ας τη σεβαστούμε και όσο την έχουμε ας μην την παίρνουμε ποτέ δεδομένη.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
