

Υπάρχουν άτομα τα οποία φοράνε τη φράση “είμαι καλά” σαν παλτό. Καλοραμμένο, ευγενικό και προσεχτικά κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό.Δε σου αφήνει περιθώρια να δεις από μέσα, δεν αφήνει αέρα να μπει και κανένα να πλησιάσει. Το “είμαι καλά” έχει μια ασφάλεια. Είναι μια γρήγορη απάντηση σε κάθε αδιάκριτο βλέμμα και είναι το αυτόματο μήνυμα σε κάθε συνομιλία έχοντας ένα είδος ευγένειας και μια κοινωνική άμυνα. Κάτω όμως από το ύφασμα του παλτού αυτού, μπορεί να κρύβεται μια ψυχή που ασφυκτιά και ένα ζευγάρι μάτια που αποζητούν λίγη κατανόηση και να φύγει ο κόμπος από τον λαιμό που δε λέει να λυθεί.
Όταν λες πως είσαι καλά ενώ πνίγεσαι είναι μια μορφή επιβίωσης η οποία έρχεται όταν δεν υπάρχει χώρος, χρόνος ή κάποιο άλλο πρόσωπο να μας αντέξει αλλιώς. Είναι η επιλογή που έρχεται όταν δε θέλουμε να ενοχλούμε και να βαραίνουμε τους άλλους.Είναι αυτό που επιλέγουμε όσοι έχουμε μάθει πως η λύπη είναι αδυναμία η ειλικρίνεια είναι πολυτέλεια και το κλάμα ντροπή.
Και έτσι, μέσα από αυτά, γεννιέται μια ψευδαίσθηση. Το “είμαι καλά” μεταμορφώνεται σε ταυτότητα, γίνεται η πραγματικότητα μας σε τόσο μεγάλο βαθμό, που ξεχνάμε πως είμαστε χωρίς αυτή. Μαζί μας ξεχνάνε και οι δικοί μας άνθρωποι. Ξεκινάνε και πιστεύουν πως έτσι είμαστε, δυνατοί και ανεξάρτητοι και αυτάρκεις και εμείς δεν τους αφήνουμε να δουν πέρα από αυτό.
Μέσα μας κάτι μας βαραίνει, εκτός από τη λύπη που έχει έναν μεγάλο ρόλο σε αυτό που περνάμε, υπάρχει η απομόνωση. Το ότι κανείς δεν το ξέρει πως με κάθε “είμαι καλά” προδίδουμε ακόμα λίγο τον εαυτό μας, κλείνοντας του το στόμα κάνοντας τον να πιστεύει πως δεν είναι ασφαλές να είσαι αληθινός.
Πάντα όμως, σε όλα τα πράγματα και σενάρια έρχεται μια στιγμή, μια κορύφωση. Μια στιγμή που το βάρος γίνεται πια ασήκωτο και ακούγεται ένα τρεμόπαιγμα στη φωνή σου όταν λες ξανά το “είμαι καλά” και αυτή τη φορά δε σε πιστεύει ούτε ο ίδιος σου ο εαυτός κάνοντας κάτι καινούριο να γεννηθεί.
Μια παύση. Μια σιωπή καινούρια, Μια σιωπή που απέκτησε δύναμη μέσα από την αδυναμία της. Μια στιγμή που επιλέγεις να είσαι αληθινός και ξεκινώντας από εσένα και μετά ίσως σε κάποιον που ξέρει να σε ακούσει και λες για πρώτη φορά “Δεν είμαι καλά”. Γιατί η αλήθεια είναι πως δε χρειάζεται να είσαι καλά πάντα, δεν είναι αυτός ο σκοπός και ούτε γεννηθήκαμε για να είμαστε συνεχώς ανέγγιχτοι, άτρωτοι και χαρούμενοι. Γεννηθήκαμε για να νιώθουμε γιατί έτσι γινόμαστε άνθρωποι, πραγματικοί άνθρωποι ζωντανοί.
Η ελπίδα δε βρίσκεται στο “είμαι καλά”.Η ελπίδα βρίσκεται στο “το παλεύω”.Στο “δεν είμαι εντάξει, αλλά είμαι εδώ”.Στο “σήμερα πόνεσα, αλλά δεν κρύφτηκα”. Στο “μίλησα”.Ίσως, τελικά το θάρρος δεν είναι να λες “είμαι καλά” όταν όλα γύρω σου γκρεμίζονται. Ίσως το πραγματικό θάρρος είναι να λες την αλήθεια και να στέκεσαι μέσα σε αυτή, χωρίς να φοβάσαι την αγάπη που μπορεί να σου δοθεί. Γιατί υπάρχει αυτή η αγάπη. Εκεί έξω, ανάμεσά μας. Υπάρχουν άνθρωποι που θα μείνουν, που θα κρατήσουν το χέρι σου, που δε θα φοβηθούν τη σκιά σου. Αρκεί να τους αφήσεις να σε δουν.Και ίσως, κάπως έτσι, το “δεν είμαι καλά” γίνει γέφυρα. Κι από την άλλη πλευρά της γέφυρας, να σε περιμένει η αληθινή ανάσα. Η αρχή μιας νέας αλήθειας. Και μαζί της, η ελπίδα.Και τότε αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως το φως δεν είναι πάντα εκτυφλωτικό. Μερικές φορές είναι απλώς μια ζεστασιά στο στήθος, μια αγκαλιά που σε δέχεται χωρίς ερωτήσεις, ένα “σε καταλαβαίνω” που σε λυτρώνει. Μαθαίνεις πως η αποδοχή δεν έρχεται όταν είσαι “τέλεια”, αλλά όταν είσαι εσύ. Άλλοτε εύθραυστος, άλλοτε γενναίος, μα πάντοτε αυθεντικός. Και κάπως έτσι, το “δεν είμαι καλά” παύει να είναι ντροπή και μεταμορφώνεται σε σπόρος. Που όταν βρει χώμα ανθρώπινο, ποτίζεται με κατανόηση και ανθίζει.
Σε κάτι πολύτιμο.
Σε κάτι αληθινό.
Σ’ εσένα.