

Αν ρωτήσεις έναν λογικό άνθρωπο αν πιστεύει στην αγάπη με την πρώτη ματιά, η πρώτη του απάντηση πολύ πιθανόν θα είναι ένα ξερό, αποφασιστικό και απόλυτο ΟΧΙ. Για τα λογικά άτομα η ερώτηση αυτή είναι σαν να ρωτάς “είναι ο ουρανός πράσινος;”. Έλα όμως που έρχονται κάποιες στιγμές, που ακόμα και αυτοί οι ψύχραιμοι άνθρωποι, που καταφέρνουν τα πάντα με μαθηματική ακρίβεια την ώρα που το έχουν υπολογίσει, δεν μπορούν να υπολογίσουν. Βλέπουν ένα ζευγάρι μάτια που τους κάνει να νιώθουν διαφορετικά. Ξαφνικά δεν ξέρουν τα πάντα — και δε θέλουν κιόλας να μπορούν να υπολογίσουν την εξέλιξη που θα έχει αυτή η συνάντηση.
Όταν συμβεί αυτό, όλα τα απόλυτα που έλεγαν αντικαθίστανται δειλά-δειλά με αναφορές σε λέξεις που τους προκαλούν λίγο ρίγος. Λέξεις όπως “μοίρα”, “γραφτό”, “τύχη”. Τι κι αν όλα αυτά ήταν κάποτε αντικείμενο χλευασμού για εκείνους — τώρα είναι πιο πρόθυμοι να το ξαναδούν το θέμα.
Σύμφωνα με νευροβιολόγους, ο εγκέφαλός μας χρειάζεται μόλις μερικά δευτερόλεπτα για να σχηματίσει εντύπωση για κάποιον. Ο συνδυασμός εξωτερικών χαρακτηριστικών, εκφράσεων, φωνής, ακόμα και οσμών, μπορεί να προκαλέσει έντονη συναισθηματική αντίδραση. Η αντίδραση αυτή, όταν είναι πολύ έντονη, δίνει στον εγκέφαλο την εντολή ότι αυτό που νιώθεις για το άτομο που έχεις απέναντί σου είναι αγάπη.
Αυτό όμως που νιώθεις είναι περισσότερο μια σπίθα, η οποία μπορεί να τα κάψει όλα, έχοντας σαν αποτέλεσμα την αγάπη. Η σπίθα αυτή θα σε κάνει να νιώσεις πως ο άλλος αξίζει να σε έχει ολοκληρωτικά και θα σε βάλει στη διαδικασία της αγάπης, η οποία σίγουρα θα έρθει με τη γνωριμία, τις δοκιμασίες και τη συμβατότητα. Αλλά μήπως εκείνη η πρώτη σπίθα — αυτό το ανεξήγητο «κάτι» — είναι το προοίμιο; Μήπως η λογική απλώς καθυστερεί να φτάσει εκεί που η καρδιά έχει ήδη πάει;
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στην αναπόφευκτη βιολογική αντίδραση και τη βαθύτερη συναισθηματική αναζήτηση, ξεκινά ο εσωτερικός διάλογος. Ο λογικός άνθρωπος θα προσπαθήσει να βάλει σε τάξη το χάος που μόλις ένιωσε, με σκοπό να το κατηγοριοποιήσει, να το εξηγήσει και να προστατευτεί. Ίσως το αποκαλέσει ενθουσιασμό ή απλή έλξη, ίσως προσπαθήσει να του αντισταθεί. Αλλά όσο κι αν παλεύει με λέξεις και θεωρίες, το συναίσθημα ήδη έχει φυτευτεί.
Και εκεί ξεκινάει το πραγματικό μπέρδεμα: όταν η καρδιά ξεκινά πρώτη… και το μυαλό ακολουθεί λαχανιασμένο.
Η ιδέα της μοίρας και του γραφτού είναι πολύ δύσκολη για έναν ορθολογιστή. Δεν χωράει σε πίνακες, ούτε σε προβλέψιμα μοντέλα. Κι όμως, πόσες φορές δεν έχει τύχει να βρεθούμε «κατά τύχη» στο ίδιο μέρος, την ίδια στιγμή, με έναν άνθρωπο που — χωρίς να μπορούμε να το εξηγήσουμε — άλλαξε τη ζωή μας; Εκείνη τη στιγμή, όλα τα επιχειρήματα σωπαίνουν και τη θέση τους παίρνει ένα αίσθημα σχεδόν μαγικό.
Σαν να ανοίγει για λίγο μια χαραμάδα στο αυστηρά δομημένο σύμπαν τους και να μπαίνει φως από κάπου αλλού — από κάτι που δεν ελέγχουν, αλλά το νιώθουν με όλο τους το είναι. Ένα βλέμμα, μια τυχαία επαφή, και ξαφνικά χτυπά δυνατά μια καρδιά που μέχρι πριν λίγο πίστευε μόνο στη λογική.
Κι εκεί γεννιέται μια σιωπηλή παραδοχή: ότι ίσως, τελικά, κάποια πράγματα δεν εξηγούνται — απλώς συμβαίνουν, για να μας θυμίσουν πως είμαστε πιο ανθρώπινοι απ’ όσο νομίζαμε.
Μπορούν λοιπόν οι λογικοί άνθρωποι να αγαπήσουν με την πρώτη ματιά; Βεβαίως. Αφού πρώτα προσπαθήσουν να το αναλύσουν, να το διαψεύσουν και — ίσως — να το αγνοήσουν. Αλλά όταν τα “σωστά” ζευγάρια μάτια κάνουν την εμφάνισή τους, τότε το λογισμικό τους σίγουρα θα κάνει ένα απότομο “restart”. Και όταν ξανανοίξει, όλα θα φαίνονται σαν καινούργια.
Μπορεί να μην το παραδεχτούν εύκολα, αλλά μέσα τους ξέρουν ήδη πως, στη θεωρία, η εξίσωση δεν βγάζει νόημα — αλλά το συναίσθημα είναι αληθινό.
Και εκεί θα ψιθυρίσουν, ηττημένοι:
“Ωχ… την πάτησα για τα καλά.”
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη