Θυμάσαι την πρώτη φορά που είδες τα μάτια του και κάπως σαν να έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι; Σαν να σου έλεγε εκείνο το φως πως μαζί θα ζήσετε μέρες και νύχτες μαγικές που όμοιες τους δεν είχες ξαναζήσει. Θυμάσαι όταν είδες εκείνο το φωτεινό χαμόγελο που σου ζέστανε τα σωθικά; Ήξερες εκείνο το δευτερόλεπτο πως θες να είσαι η αιτία του χαμόγελου αυτού για να μπορείς να το βλέπεις συνέχεια. Όταν σε άγγιξε πρώτη φορά και ένιωσες σαν να σε χτύπησε κεραυνός; Είπες πως δεν ξανάνιωσες τόση ένταση μόνο από ένα άγγιγμα. 

Τώρα θυμήσου την πρώτη φορά που κοίταξες τα μάτια αυτά και το φως εκείνο που ήταν ικανό να φωτίσει όλο το σκοτάδι, δεν ήταν πια εκεί. Ναι ήταν το ίδιο ζευγάρι μάτια αλλά κάτι δεν ήταν σωστό. Πολύ πιθανόν να μη θυμάσαι πότε ήταν η πρώτη φορά που συνέβη αυτό αλλά αυτό που ξέρεις είναι πως τα μάτια και το χαμόγελο που κάποτε σου προξενούσε συναισθήματα τεράστια που ήταν σχεδόν αδύνατον να τα διαχειριστείς τώρα σου προκαλούν το απόλυτο ΤΙΠΟΤΑ.

Προσπάθησες να σκεφτείς, να μελετήσεις, να υπολογίσεις. Τι άλλαξε, τι χάλασε, αλλά τζίφος. Η μαγεία δεν είναι πια εκεί, εξαφανίστηκε. Κάπου κρύφτηκε, χάθηκε και έμεινες εσύ να την ψάχνεις. Η συνειδητοποίηση έρχεται: Δεν είσαι πια ερωτευμένος. Το λες και κάτι μέσα σου, σπάζει, σαν γυαλί. Μα πότε και πως έγινε αυτό. Ποια ήταν η στιγμή που χάθηκε το πάθος και το ενδιαφέρον; όλα είναι θολά στο μυαλό σου και δεν μπορείς να βρεις την άκρη, ξέρεις απλά πως δεν είσαι ερωτευμένος και αυτό σε πονάει, πολύ. 

Και κάπως έτσι, βρίσκεσαι να κοιτάς έναν άνθρωπο που κάποτε σου προκαλούσε σεισμούς μέσα σου, κι όμως, τώρα νιώθεις σαν να κοιτάς έναν ξένο. Δεν έγινε κάτι συγκεκριμένο, δεν ειπώθηκε κάποια βαριά κουβέντα, δεν έγινε κάποιο μεγάλο λάθος. Κι αυτό ίσως πονάει περισσότερο. Γιατί αν είχες ένα ξεκάθαρο “γιατί”, θα είχες και κάτι να θυμώσεις. Να κατηγορήσεις. Να ρίξεις το φταίξιμο κάπου και να προχωρήσεις. Αλλά δεν υπάρχει φταίξιμο. Μόνο σιωπή. Και μια θλίψη που σε τυλίγει σιγά-σιγά, γιατί ξέρεις πως αυτό που είχατε, απλά… έσβησε. Δεν είναι πως δεν προσπαθήσατε. Κάνατε κι οι δύο ό,τι μπορούσατε, δώσατε, αγαπήσατε, παλέψατε. Αλλά μερικές φορές, όσο κι αν ποτίσεις ένα λουλούδι, αυτό σταματά να ανθίζει. Όχι επειδή δεν το φρόντισες αρκετά, αλλά επειδή ήρθε η ώρα του. Έτσι κι ο έρωτας. Δεν έχει πάντα ημερομηνία λήξης, αλλά μερικές φορές φθείρεται σιωπηλά, με μια γλύκα πικρή. Δε φεύγει με βία, αλλά με ηρεμία. Και αφήνει πίσω του ένα κενό, οχι μίσος, όχι κακία, απλά απουσία.

Σε κοιτάζει ακόμα με εκείνα τα μάτια, και σου μιλάει με τη φωνή που κάποτε σου προκαλούσε ρίγη. Σου λέει “σ’ αγαπάω” κι εσύ, για μια στιγμή, θες να του πεις “κι εγώ”. Θες να το πιστέψεις., να το νιώσεις ξανά. Αλλά δεν το νιώθεις. Και τότε καταλαβαίνεις πως το πιο σκληρό πράγμα που μπορείς να κάνεις, είναι να παραδεχτείς την αλήθεια. Όχι μόνο στον άλλον, αλλά στον ίδιο σου τον εαυτό.Δεν είσαι πια ερωτευμένος.

Και δε φταις. Ούτε φταίει η άλλη πλευρά.

Ίσως το πιο γενναίο πράγμα σε μια σχέση είναι να μπορείς να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια και να του πεις: Δε σε νιώθω πια όπως πριν. Και σ’ αγαπάω αρκετά για να μη σου το κρύψω.” Γιατί δεν είναι αγάπη να κρατάς κάποιον δίπλα σου από συνήθεια ή από φόβο. Δεν είναι σεβασμός να υποκρίνεσαι ότι όλα είναι καλά, όταν μέσα σου όλα έχουν σιγήσει. Κι αν υπάρχει θάρρος στον έρωτα, είναι να παραδέχεσαι το τέλος του με τρυφερότητα. Να δίνεις στον άλλον την ελευθερία να ξαναβρεί το πάθος, το φως, με κάποιον που θα του τα ξυπνήσει όπως του τα ξύπνησες εσύ ή μακάρι και περισσότερο, διεκδικώντας και εσύ το ίδιο για σένα. 

Δεν είναι εγωιστικό να πεις “μου έχει τελειώσει”. Δε σημαίνει πως δεν άξιζε ό,τι ζήσατε. Το αντίθετο μάλιστα, σημαίνει πως ήταν τόσο σημαντικό, που θέλεις να του αποδώσεις τη σωστή τιμή, χωρίς να το αφήσεις να ξεφτίσει σε κάτι μέτριο, άψυχο. Σημαίνει πως το αγαπάς αρκετά για να το αφήσεις να φύγει, πριν γίνει σκιά του εαυτού του.

Και ναι, πονάει. Πολύ. Πονάει γιατί συνειδητοποιείς πως ο έρωτας δεν είναι παντοτινός πάντα, και πως οι άνθρωποι αλλάζουν. Πονάει γιατί είχατε όνειρα, σχέδια, “για πάντα” που τώρα πρέπει να ξανασχεδιάσεις από την αρχή. Πονάει γιατί ένας άνθρωπος που ήταν κάποτε ο κόσμος σου, τώρα δε σου προκαλεί καν αναστάτωση.

Αλλά μέσα στον πόνο, υπάρχει και μια γαλήνη. Γιατί σιγά-σιγά συνειδητοποιείς πως κάθε τέλος είναι και μια αρχή. Και πως το γεγονός ότι δεν είσαι πια ερωτευμένος, δε σημαίνει πως δεν μπορείς να ξαναγίνεις. Όχι με το ζόρι, όχι αμέσως, αλλά κάποια μέρα, όταν θα είσαι έτοιμος να ξαναδείς εκείνα τα μάτια που θα λάμπουν μέσα στο σκοτάδι, όχι γιατί θυμίζουν τα προηγούμενα, αλλά γιατί θα είναι καινούργια. Δικά σου.Κι ίσως τότε καταλάβεις πως η αγάπη δεν είναι μόνο η σπίθα του πρώτου αγγίγματος, αλλά και το θάρρος να πεις “αντίο” όταν πια δεν καίει. Να την αφήσεις να φύγει με αξιοπρέπεια. Και να κάνεις χώρο για κάτι νέο, αυθεντικό, δυνατό. Κάτι που δε θα μοιάζει με ό,τι είχες, αλλά θα σε γεμίζει με τρόπους που δεν ήξερες πως υπάρχουν.

Γιατί ο έρωτας δεν είναι μόνο το “μαζί”. Είναι και το “φεύγω” όταν το “μαζί” δεν έχει πια ψυχή. Και αυτό είναι ίσως η πιο αγνή μορφή αγάπης. Να αφήνεις ελεύθερο εκείνον που κάποτε αγάπησες, για να μπορέσει να ξαναβρεί τον δρόμο του και εσύ τον δικό σου. Με την ελπίδα πως κάποια μέρα, όταν κοιτάξεις έναν άλλο άνθρωπο, θα ξαναδείς εκείνο το φως. Και αυτή τη φορά, θα μείνει.Για πάντα.

Συντάκτης: Βαλέρια Ιόργκου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη