Σε είδα ξανά στο αγαπημένο μας φεστιβάλ. Εγώ κρατούσα την μπύρα στο χέρι σφιχτά όπως μου έμαθες για να μη μου πέσει κάτω και στεναχωρηθώ. Εσύ φορούσες εκείνο το χακί μπλουζάκι που σου έλεγα πως σου πήγαινε πολύ. Το έβαλες, το διάλεξες μέσα από τα αμέτρητα μπλουζάκια που έχεις στην ντουλάπα σου. Λες να με σκεφτόσουν υποσυνείδητα και γι αυτό έκανες αυτή την επιλογή; Πέρασα από το μυαλό σου την ώρα που έπαιρνες το λεωφορείο που ίσως και να ήταν το ίδιο λεωφορείο στο οποίο καθόμασταν αγκαλιά πριν έναν χρόνο;
Για μένα η απάντηση στις ερωτήσεις αυτές είναι εύκολη. Ναι. Τριγυρνούσες στο μυαλό μου από την αρχή της μέρας μου. Περίμενα να έρθει αυτή η μέρα, προσπαθούσα να βρω τρόπο να τη διαχειριστώ. Επειδή ξέρεις ο χωρισμός είναι ένα μακρύ ταξίδι που θέλει προσπάθεια και χρόνο. Τι νόμιζες δηλαδή πως γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη όλα αυτά; Το να ξεχνάς κάποιον που αγάπησες πολύ μοιάζει στην αρχή σχεδόν ακατόρθωτο.
Είσαι με έναν άνθρωπο και μοιράζεστε τα πάντα, τον χρόνο σας, τις σκέψεις σας, τις αναμνήσεις και την καθημερινότητα σας. Και μια μέρα όλα αυτά αλλάζουν. Μια μέρα ο αγαπημένος σου άνθρωπος σταματά να είναι ο αγαπημένος σου άνθρωπος και αυτό χρειάζεται χρόνο για να το εμπεδώσει το μυαλό, όπως συμβαίνει και με τους κεραυνούς που πρώτα έχουμε την εικόνα και μετά τον ήχο.
Το να ξεχνάς κάποιον που αγάπησες είναι γλυκόπικρο. Ο πόνος του χωρισμού σε κάνει να θυμηθείς όλα τα όμαρφα που περάσατε και πως για μια στιγμή καταφέρατε να σταματήσετε τον χρόνο και να ζήσετε αυτή την έντονη αγάπη.
Και να, κάπως έτσι αρχίζει. Όχι με μια μεγάλη, καθαρή τομή αλλά με μικρές, ανεπαίσθητες αλλαγές. Στην αρχή είναι οι μέρες που δεν του στέλνεις μήνυμα. Μετά είναι οι ώρες που δεν τον σκέφτεσαι καθόλου. Ύστερα είναι οι στιγμές που ακούς το τραγούδι σας και δε σε πιάνει κόμπος στο στομάχι. Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι, χωρίς να το καταλάβεις, έχεις αρχίσει να τον ξεχνάς.
Αλλά το να ξεχνάς δε σημαίνει πως διαγράφεις. Δεν υπάρχει delete στις σχέσεις που είχαν βάρος. Υπάρχει μόνο εξασθένιση. Το πρόσωπό του ξεθωριάζει, η φωνή του ακούγεται κάπως πιο μακρινή μέσα σου, σαν ήχος από δωμάτιο διπλανό, πίσω από μια κλειστή πόρτα. Δεν είναι πια παντού, αλλά εμφανίζεται στα πιο περίεργα σημεία. Σε ένα χαμόγελο ενός άγνωστου στον δρόμο, στο πιάτο που μαγείρεψες χωρίς να το συνειδητοποιήσεις όπως το έφτιαχνε εκείνος.
Και κάθε φορά που τον συναντάς, είτε τυχαία είτε στο μυαλό σου, μια μικρή σύγκρουση γίνεται μέσα σου. Όχι πια η έκρηξη που σε έκανε να πονάς και να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Τώρα είναι περισσότερο ένα σφίξιμο. Όπως όταν χτυπάς το ίδιο σημείο που είχες μελανιά: δεν πονάει πια τόσο, αλλά θυμάσαι το χτύπημα. Και νιώθεις ευγνωμοσύνη που δεν είναι πια ανοιχτή πληγή, αλλά και θλίψη που κάποτε ήταν.Το να ξεχνάς κάποιον που αγάπησες είναι σαν να αποχαιρετάς έναν εαυτό σου που υπήρξε.
Κι ακριβώς τότε, σχεδόν σαν φάρσα της ζωής, τον βλέπεις ξανά. Εκεί, στο ίδιο φεστιβάλ, στο ίδιο σημείο, κάτω απ’ τα ίδια φώτα. Ίσως να είναι και το ίδιο λεωφορείο που τον έφερε, αυτό που κάποτε σας πήγαινε μαζί, αγκαλιά, γελώντας χωρίς λόγο. Τώρα, σας πηγαίνει χώρια. Εσύ από τη μία πλευρά, αυτός από την άλλη. Αυτός με το χακί μπλουζάκι που ακόμη του πάει, εσύ με την μπύρα στο χέρι, λίγο πιο σταθερά αυτή τη φορά.
Για μια στιγμή οι ματιές συναντιούνται. Δεν υπάρχει κάτι δραματικό σε αυτό. Ούτε πόνος, ούτε έξαρση. Είναι μια σιωπηλή παραδοχή. Ότι υπήρξατε, ότι αγαπηθήκατε, ότι τελειώσατε. Ότι τώρα περπατάτε σε χωριστά μονοπάτια, όπως έπρεπε.
Κι είναι εκείνη η ματιά, η τελευταία, που σε κάνει να το καταλάβεις στ’ αλήθεια: έχεις σχεδόν ξεχάσει. Και κάπως έτσι, απλά, χωρίς λόγια, χωρίς τίποτα μεγάλο, το κεφάλαιο κλείνει. Με μια μπύρα στο χέρι, ένα παλιό χακί μπλουζάκι, και δύο βλέμματα που αποχαιρετιούνται για πάντα με την αγάπη που τους αρμόζει.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
