

Σου έβγαλα τα ρούχα
με την υποψία του βλέμματος
όπως βγάζεις τη σκόνη από ένα παλιό γράμμα.
Δε δίστασες στιγμή.
Μόνο σώπασες.
Η σιωπή σου
κύλησε στα σεντόνια
σαν μετάξι από ντροπή.
Κι εγώ –υπάκουη–
την άφησα να με δέσει.
Δεν είπες “μείνε”,
κι όμως έμεινα.
Γιατί όλα τα ρήματα
είχαν πνιγεί στα χείλη σου.
Μόνο η αφή σου μιλούσε,
και δεν ήξερα τη γλώσσα.
Η πιο δυνατή κραυγή
ήταν αυτή που δε βγήκε.
Που έμεινε μετέωρη
ανάμεσα σε έναν αναστεναγμό
κι ένα δεν ξέρω αν είναι σωστό.
Γυμνή ήσουν.
Μα πιο γυμνή ήταν η σιωπή σου.
Κι εγώ
κάθε φορά που δε μίλαγες
σε ήθελα πιο πολύ.