

Κάθε μέρα κι έναν λόγο άκουγα
ένα τίποτα ντυμένο με στόμφο,
μια γνώμη που έπεφτε βαριά χωρίς να έχει βάρος.
Ένας με συμβούλευε να μην ονειρεύομαι,
άλλος γελούσε με το κάθε τι,
ένας τρίτος μετρούσε το σωστό με τον πήχη του φόβου του.
Και κάθε λόγος, μια μικρή βελόνα.
Όχι κοφτερή·
ψιλή, σχεδόν αδιόρατη.
Μα μπήγεται ύπουλα στο δέρμα,
κι αφήνει μιαν αίσθηση κενού.
Δεν έδωσα σημασία, πώς να δώσεις σε λόγια του αέρα;
Μα ήρθαν πολλές.
Πενήντα, πενήντα δύο, πενήντα οκτώ,
εξήντα.
Εξηνταβελόνι έγινα.
Λεπτός, διάφανος,
σπαρμένος μικρές πληγές,
όλες από φωνές που δεν άξιζαν να θυμάμαι.
Τώρα ο άνεμος περνά από μέσα μου.
Κι εγώ,
δεν έχω πια βάρος να σταθώ.