Περπατούσα στην όχθη
ο άνεμος κουβαλούσε σπασμένα κομμάτια φωνών
και το νερό καθρέφτιζε
ό,τι δεν πρόλαβα να ζήσω.
Άφησα το βήμα μου
να χαράξει μια αδιόρατη γραμμή στην άμμο·
μα ήρθε το κύμα,
σβήνοντας την επιθυμία να μείνω.
Όλη μου η ζωή
ένα πέρασμα ανάμεσα σε δύο σιωπές:
εκείνη που με γέννησε
κι εκείνη που θα με δεχτεί.
