Δανεικό το σώμα που μου δόθηκε να κατοικώ.
Σε κάποια εκατοστά σάρκας ασφαλίζομαι
με σύντροφο την αλλοπαρμένη φύση μου.
Συνωστισμός.
Ποτέ συμβιβασμός…
και ‘κείνο φθίνει και λιγοψυχά μπροστά σε μάχες επικές ονείρου και συνειδητού.
Αντίφαση μεγάλη να ψάχνεις δικαιώματα
σε κάτι που δεν ορίζεις.
Παραιτούμαι.
Κι ας φτάσει πάλι πιο νωρίς ο χειμώνας.
Ποια κωμωδία να ψάξω στην τραγωδία που σκηνοθετείται ερήμην μου;
Δεν είναι ότι δείλιασα.
Είναι που παντού περισσεύω.
Νερό τρέχω έξω απ’ το ποτήρι κι εξατμίζομαι.
Μ’ ακόμα κι έτσι, ίσως στην καρδιά να τ’ ομολόγησα.
Κοίτα ειρωνεία, όμως, κι αυτή με πρόδωσε.
Ψυχρά, μελετημένα.
Έχασα συμμάχους, όπλα, μικρές συμπλοκές,
ίσως και τον ίδιο τον πόλεμο, κι ας ήλπιζα για ειρήνη.
Άδειο σπίτι πλέον το κορμί που μου χαρίστηκε πριν κάποια χρόνια.
Μέσα του περιφέρεται η σκιά του μακρινού εγώ μου.
Μετακόμισε η ψυχή.
Παραιτούμαι.
Όχι γιατί φοβάμαι το μέλλον που θα ‘ρθει.
Μα το τώρα
που ποτέ δεν άγγιξα.
