Αναδύθηκε του φεγγαριού η αίγλη

κι εσύ ξεπρόβαλες απ’ τη θάλασσα, γυμνή,

μ’ αλάτι στα μαλλιά και τ’ ουρανού τη στέγη

μια θάλασσα στα μάτια σου βαθιά και σιωπηλή.

 

Τα κύματα χαμήλωσαν μπροστά σου,

σαν να ‘ξεραν πως ήσουν φως και θεία σιωπή,

κι εγώ, παιδί της γης, γονάτισα κοντά σου,

ζητώντας απ’ το δέρμα σου μία αναπνοή.

 

Ο χρόνος πάγωσε, δεν πήγαινε πιο πέρα,

κι ο κόσμος έσβησε στο βλέμμα σου σιγά

μια νύχτα μόνο, φεγγαρόφωτη μητέρα,

και γίναμε φωνή, φιλί, και προσευχή ξανά.

Συντάκτης: Μαρία Μίχου