Υπάρχουν μορφές μοναξιάς που όλοι ξέρουμε, όπως όταν χωρίζεις, όταν πεθαίνει κάποιος, όταν με έναν φίλο σου απομακρυνθείς γιατί έτσι τα έφερε η ζωή. Όλα αυτά είναι απώλειες που, όσο κι αν πονάνε, έχουν μια δική τους ιδιαιτερότητα. Ποια είναι αυτή; Κουβαλάνε μνήμες. Έχεις να θυμηθείς στιγμές, να γελάσεις και να κλάψεις με φωτογραφίες, να μελαγχολήσεις με ένα τραγούδι που ήταν το δικό σας.

Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο είδος μοναξιάς. Το είδος που δε συζητιέται συχνά. Εκείνο που δεν έχει «χαμένο» δεσμό, δεν έχει πρόσωπο. Δεν έχεις κανέναν να σου λείπει, γιατί δεν υπήρξε ποτέ κανείς να τον αποκτήσεις. Δεν είναι το κλασικό «είμαι μόνος» που καταλαβαίνει ο κόσμος. Δεν είναι πως έχασες την αγάπη, είναι πως δεν τη γνώρισες ποτέ πραγματικά. Δεν είναι ότι δε σε παίρνει κάποιος τηλέφωνο πια, είναι ότι το τηλέφωνο δε χτύπησε ποτέ από αυτό το πρόσωπο που ήθελες να υπάρξει. Και αυτό το κενό είναι περίεργο, γιατί δεν έχεις καν υλικό για να το ντύσεις με αναμνήσεις.

Οι άλλοι, όταν πονάνε, έχουν να πουν ιστορίες· για βόλτες στο κέντρο, για μηνύματα στις τρεις το πρωί, για καφέδες που κράτησαν ώρες. Εσύ, τι να πεις; Ότι δεν έγινε ποτέ; Ότι ήθελες να σου συμβεί κάτι που δε συνέβη; Ποιος καταλαβαίνει αυτόν τον πόνο; Κι όμως, είναι βαρύς. Δεν είναι το κλάμα πάνω από ένα άλμπουμ φωτογραφιών, αλλά το κενό ράφι που δε γέμισε ποτέ. Είναι το βλέμμα που μένει λίγο παραπάνω στις ιστορίες των άλλων, εκεί που χαμογελάνε λέγοντας «θυμάσαι τότε;» και μέσα σου σκέφτεσαι: «Όχι, δε θυμάμαι. Δεν έζησα κάτι για να το θυμάμαι». Σου λένε «βγες έξω, γνώρισε κόσμο». Ναι, οκ. Σαν να σου λένε «μάθε να μιλάς μια γλώσσα που δεν έχεις ακούσει ποτέ». Γιατί η συναισθηματική εμπειρία δεν είναι απλά μια διαδικασία γνωριμίας. Είναι και θέμα συγκυριών, χημείας, διάθεσης. Και κυρίως, είναι θέμα να βρεθεί εκείνος ο άνθρωπος που θα σου ανάψει το φως στην καρδιά. Κι αν δεν έχει τύχει, η μοναξιά σου γίνεται κάτι άλλο: μια ήσυχη, αόρατη συντροφιά που σέρνεις πίσω σου παντού.

Υπάρχουν βράδια που η σιωπή είναι τόσο έντονη που ακούς τον εαυτό σου να σκέφτεται: «Μήπως απλά δεν είναι για μένα;». Και μετά γελάς λίγο, γιατί θυμάσαι πως έχεις μάθει να ζεις έτσι, χωρίς το «κάποιον». Δε σημαίνει ότι δεν ποθείς να τον βρεις. Σημαίνει ότι η καθημερινότητά σου έχει φτιαχτεί γύρω από την απουσία του. Το πιο ύπουλο σε αυτή τη μοναξιά είναι ότι δεν αναγνωρίζεται εύκολα ούτε από τους γύρω σου ούτε από εσένα. Γιατί δεν έχει σκηνικό δράματος. Δεν υπάρχουν κλάματα στην αγκαλιά φίλων, δεν υπάρχει οριστική ημερομηνία μιας απώλειας. Υπάρχει μόνο η αίσθηση ότι κάτι λείπει, αλλά δεν μπορείς να το δείξεις με φωτογραφία.

Κι αν με ρωτήσεις αν αυτή η μοναξιά είναι πιο εύκολη ή πιο δύσκολη από την άλλη, δεν ξέρω να σου πω. Στην «παραδοσιακή» μοναξιά, έχεις να θεραπεύσεις πληγές από κάτι υπαρκτό. Στην άλλη, πρέπει να γιατρέψεις κάτι που δεν υπήρξε ποτέ και δεν ξέρεις καν τι σχήμα ή χρώμα είχε για να το αναζητήσεις. Το μόνο καλό –αν μπορείς να το πεις έτσι– είναι ότι η ελπίδα μένει πάντα ανοιχτή. Γιατί δεν υπάρχει τελεία εδώ, μόνο αποσιωπητικά. Μπορεί να μην έχει συμβεί κάτι μέχρι τώρα, αλλά μπορεί να συμβεί αύριο. Μπορεί να αργεί, μπορεί να έρθει όταν δεν το περιμένεις, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που φαντάστηκες.

Μέχρι τότε, όμως, μαθαίνεις να γεμίζεις το κενό με άλλα πράγματα: φίλους, χόμπι, μικρές χαρές. Όχι για να αντικαταστήσουν κάτι που δεν ήρθε, αλλά για να μη σε καταπιεί η ιδέα ότι η ζωή σου είναι «λιγότερη». Και ποιος ξέρει; Ίσως αυτή η περίεργη, ήσυχη μοναξιά να είναι το έδαφος που θα κάνει το «κάποτε» να ανθίσει πιο δυνατά.

Συντάκτης: Ευθυμία Πράπα