Κάποιοι δεν ταξιδεύουν για να ξεφύγουν· ταξιδεύουν για να συναντήσουν ένα κομμάτι του εαυτού τους που ζει κάπου μακριά. Υπάρχουν προορισμοί που δεν επιλέγονται με λογική, αλλά με ένστικτο. Μερικές φορές, το σώμα ξέρει που ανήκει πριν το καταλάβει το μυαλό.

Μπορεί να το έχεις νιώσει κι εσύ: εκείνο το ανεπαίσθητο κάλεσμα να πας κάπου που δε μοιάζει με τίποτα γνώριμο. Όχι σε νησί, όχι σε παραλία, όχι κάπου «ευκολοδιάβαστο». Ένα μέρος όπου το τοπίο σε εξουδετερώνει, σε μικραίνει με τρόπο απελευθερωτικό. Κάπου τόσο βόρεια, που ο κόσμος μοιάζει να τελειώνει — και μαζί του να τελειώνει και η βαβούρα της καθημερινότητας. Από το πρώτο βήμα στο χιόνι, ακούς αυτό το χαρακτηριστικό «κρακ» κάτω από τις σόλες και νιώθεις το κρύο να σε διαπερνά χωρίς να σε τρομάζει. Είναι σχεδόν σαν να σε χαιρετά: “καλωσήρθες”.

Ο αέρας εκεί ψηλά έχει μια περίεργη υφή. Μπαίνει στα ρουθούνια καθαρός, κοφτερός, ανελέητος. Κανένα άρωμα, κανένας θόρυβος, μόνο μια αίσθηση ότι επιτέλους αναπνέεις κάτι αληθινό. Η ανάσα σου γίνεται μικρά σύννεφα μπροστά στο στόμα. Τα γάντια τρίζουν καθώς τα σφίγγεις γύρω από το θερμό ποτήρι που κρατάς. Και καθώς περπατάς, παρατηρείς ότι όλα είναι πιο αργά: ο χρόνος, οι κινήσεις σου, οι σκέψεις σου.

Μπροστά σου απλώνεται μια παγωμένη χώρα. Δάση με μαύρους κορμούς που υψώνονται σαν σιωπηλοί φύλακες, λίμνες ακίνητες σαν γυαλί, σπίτια ξύλινα με μικρά παράθυρα που λάμπουν από μέσα, σαν καρδιές ζεστές κλεισμένες σε κουτιά πάγου. Οι άνθρωποι σχεδόν ψιθυρίζουν όταν μιλούν. Δεν υπάρχει βιασύνη. Δεν υπάρχει τρόπος να την επιβάλεις. Το τοπίο τους έχει μάθει να ακούνε πριν απαντήσουν — κι αυτό κάτι σου κάνει μέσα σου.

Κι εσύ, που ήρθες για το Βόρειο Σέλας, ξέρεις ότι η μαγεία δε σου χαρίζεται με την πρώτη. Πρέπει να περιμένεις. Και η αναμονή σε δένει με τον τόπο. Βγαίνεις έξω στο χιόνι, κάθε σου βήμα μικρός κραδασμός, κι εκεί, μέσα στο βαθύ κρύο, νιώθεις πιο ζεστός από ποτέ. Είναι παράλογο — αλλά είναι αληθινό.

Κάθε λίγο σταματάς και κοιτάς γύρω. Τίποτα δεν αλλάζει και όμως αλλάζεις εσύ. Δεν έχει μουσική και φωτογραφίες από ηλιοβασιλέματα. Έχει σιωπή. Έχει χνάρια στο χιόνι. Έχει την ανάσα σου και τη σκέψη σου. Κι εκεί, μέσα σε αυτή την απλότητα, ξεκινά κάτι βαθύ: αρχίζεις να νιώθεις τον εαυτό σου ολόκληρο.

Κι όταν τελικά συμβαίνει — όταν σηκώνεις το κεφάλι και βλέπεις τον ουρανό να αλλάζει — μένεις ακίνητος. Σαν κάποιος να έσβησε τον ήχο του κόσμου. Πράσινες, μπλέ , καμιά φορά και πορτοκαλί ή κίτρινες,  διάφανες γραμμές απλώνονται πάνω σου, κινούνται σαν κορδέλες στον αέρα, σαν νερό που κυλά, σαν ανάσα που δε σταματά. Δεν ξέρεις πού αρχίζουν και πού τελειώνουν. Δεν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Μόνο κοιτάς  έκθαμβος.

Και μέσα σε αυτή την εικόνα, κάτι βαθιά προσωπικό ξυπνά. Δεν είναι όμορφη διάθεση. Είναι εκείνο το σπάνιο, ήρεμο συναίσθημα ότι είσαι σωστά τοποθετημένος στον κόσμο. Ότι δεν έχεις ανάγκη καμία εξήγηση. Ότι μπορείς να σταθείς σε αυτή την παγωνιά και να μη φοβάσαι τίποτα.

Κάποιοι άνθρωποι δε γουστάρουν τον ήλιο. Και δεν το εννοούμε επιφανειακά. Δε νιώθουν αληθινοί μέσα σε αυτό το διαρκές, εκτυφλωτικό “όλα καλά”. Νιώθουν τον εαυτό τους πιο ολοκληρωμένο σε χαμηλές θερμοκρασίες, μέσα σε τοπία που απαιτούν προσοχή, μέσα σε σιωπές που σε ξεγυμνώνουν από θόρυβο και ανάγκη για εντύπωση. Ο βορράς σού ζητά να είσαι ειλικρινής.

Απολαμβάνεις τον καπνό από την αναπνοή σου, τις παλάμες που κοκκινίζουν, το ζεστό δωμάτιο που σε περιμένει όταν επιστρέψεις, γεμάτο ξύλινη μυρωδιά και χαμηλό φως. Απολαμβάνεις το σώμα που κουράζεται διαφορετικά. Κάθε κόκαλο βγάζει έναν ήχο, κάθε μύς θυμάται ότι υπάρχει. Κι όλη αυτή η διαδρομή, μέσα στο απόλυτο άδειο, σου δίνει μια παράλογη αίσθηση πληρότητας.

Δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα.
Δε χρειάζεται να είσαι ζωηρός, κοινωνικός.
Μπορείς να είσαι απλός.
Μπορείς να είσαι ο εαυτός σου.

Και είναι απίστευτο πόση γαλήνη σου δίνει.

Όταν τελειώνει η νύχτα —όχι βιαστικά, αλλά σαν να συρρικνώνεται αργά— νιώθεις σαν κάτι να έχει αλλάξει. Το περπάτημα πίσω προς τη φωλιά σου έχει έναν άλλη βαρύτητα. Ο ουρανός πάνω σου κρατάει τα ίχνη από το φαινόμενο που παρακολούθησες. Κι εσύ κουβαλάς μέσα σου κάτι που δεν ξέρεις να περιγράψεις εύκολα.

Ηρεμία. Αυτό είναι.

Και μετά, όταν γυρίσεις στη ζωή σου, όταν ξαναμπείς στην ένταση, θα σε βρίσκει αυτό το συναίσθημα. Θα το νιώθεις εκεί που δεν το περιμένεις: στην αναμονή κάπου, στο περπάτημα , μέσα σε ένα λεωφορείο, σε μια στιγμή μοναχική στο σπίτι. Θα νιώθεις ότι ανήκεις κάπου μακριά, κάπου που δε φαίνεται στο χάρτη, αλλά φαίνεται μέσα σου.

Υπάρχουν κι αυτοί που δε γουστάρουν τον ήλιο.
Υπάρχουν κι αυτοί που βρίσκουν τον εαυτό τους σε μέρη που άλλοι θεωρούν άδεια.
Και ίσως, χωρίς να το ξέρεις, να είσαι ένας από αυτούς.

Ένας άνθρωπος που αν επιλέξει κάποτε τον βορρά, θα τον αναγνωρίσει σαν παλιό φίλο.
Ένας άνθρωπος που δεν ψάχνει απόδραση από τη ζωή, αλλά είσοδο σε κάτι αληθινό.
Ένας άνθρωπος που δε φοβάται το κρύο.
Και γι’ αυτό μπορεί να ζεσταθεί πραγματικά.

Συντάκτης: Ηρώ Γ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη