Τα αδέλφια δε μεγαλώνουν στην ίδια οικογένεια
Η σκληρή αλήθεια του Gábor Maté

Πριν συνεχίσεις , θέλω να σκεφτείς τα αδέλφια σου.
Σκέψου αν θυμάστε τα ίδια πράγματα από το ίδιο σπίτι. Αν μιλάτε για τους ίδιους γονείς με τον ίδιο τρόπο.  Οι οικογενειακές ιστορίες συχνά μοιάζουν κοινές μόνο στην επιφάνεια. Από κάτω, ο καθένας κουβαλά μια διαφορετική εκδοχή τους. Αν έχεις αδέλφια, πιθανότατα το έχεις νιώσει: εκείνη τη μικρή ασυμφωνία, το «εγώ δεν το έζησα έτσι». Αυτό το κείμενο δεν προσπαθεί να βρει ποιος έχει δίκιο. Προσπαθεί να εξηγήσει γιατί μπορεί να έχετε όλοι.

Ας ξεκινήσουμε από κάτι που μοιάζει αυτονόητο — ή έτσι νομίζαμε.

Ίδιο σπίτι. Ίδιοι γονείς. Ίδια τραπέζια, ίδιες γιορτές, ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους.

Υπάρχει μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στις οικογένειες: ότι τα αδέλφια μεγαλώνουν με τις ίδιες ευκαιρίες στην αγάπη. Ότι, αφού οι συνθήκες είναι κοινές, είναι κοινό και το βίωμα.

Κι όμως, διαφορετικές παιδικές ηλικίες.

Ο Gábor Maté — γιατρός και ερευνητής του παιδικού τραύματος — έρχεται να ανατρέψει αυτή την άνετη βεβαιότητα με μια απλή, ειλικρινή αλλά άβολη παρατήρηση:
τα αδέλφια δεν μεγαλώνουν με τους ίδιους γονείς, γιατί οι γονείς δεν παραμένουν ποτέ οι ίδιοι στον χρόνο.

Και αυτό δεν είναι φιλοσοφικό. Είναι νευροβιολογικό.

Ο Maté εξηγεί πως το παιδί δεν επηρεάζεται τόσο από το τι λένε οι γονείς, όσο από το συναισθηματικό τους σύστημα: πόσο διαθέσιμοι είναι, πόσο ρυθμισμένοι ή απορρυθμισμένοι, πόσο μπορούν να μείνουν παρόντες μπροστά στο συναίσθημα του παιδιού χωρίς να καταρρεύσουν ή να αποσυρθούν. Το παιδί δεν “ακούει” μόνο λόγια. Διαβάζει νεύρα. Διαβάζει ένταση. Διαβάζει απουσία.

Μας μεγάλωσαν λέγοντας «σας αγαπάμε όλους το ίδιο». Και το πιστεύω ότι το εννοούσαν. Αλλά κάθε παιδί γεννιέται μέσα σε ένα διαφορετικό ψυχικό τοπίο. Άλλη εποχή. Άλλο βάρος. Άλλο νευρικό σύστημα απέναντί του.

Το πρώτο συναντά συχνά γονείς αγχωμένους, υπερεγρήγορους, με τον φόβο της “πρώτης φοράς”.
Το επόμενο συναντά περισσότερη εμπειρία, αλλά λιγότερη ενέργεια.
Κάποιο παιδί συναντά παρουσία.
Κάποιο άλλο συναντά λειτουργικότητα.
Και το τέταρτο συναντά γονείς που δεν μαθαίνουν πια — κρατάνε.

Είμαι το τέταρτο παιδί της οικογένειάς μου. Το μικρότερο.
Και όσο κι αν αυτό ακούγεται σκληρό, δεν μεγάλωσα στην ίδια οικογένεια με τα αδέλφια μου. Όχι γιατί με αγάπησαν λιγότερο, αλλά γιατί όταν ήρθα εγώ, το συναισθηματικό τους απόθεμα ήταν διαφορετικό.

Υπήρχαν ήδη ρόλοι.
Υπήρχαν ήδη ισορροπίες.
Υπήρχε ήδη κόπωση.

Και θυμάμαι κάτι πιο συγκεκριμένο από “ατμόσφαιρες”: θυμάμαι να μαθαίνω νωρίς να γίνομαι εύκολη. Όχι επειδή κάποιος μου είπε “μην ζητάς”, αλλά επειδή διαισθανόμουν ότι το “να ζητάς” έχει κόστος. Έτσι έκανα οικονομία: στα δάκρυα, στα παράπονα, ακόμη και στη χαρά μου. Έμαθα να μην ανοίγω πολλά μέτωπα. Να μην προκαλώ κύματα. Να κρατάω τα «θέλω» μου σε μέγεθος που να μην ενοχλεί.

Ο Maté λέει πως τα παιδιά δεν χρειάζονται τέλειους γονείς· χρειάζονται συναισθηματικά διαθέσιμους γονείς. Κι όταν αυτή η διαθεσιμότητα δεν υπάρχει, το παιδί σπάνια θα “επαναστατήσει”. Θα κάνει κάτι πιο ευφυές και πιο τραγικό: θα προσαρμοστεί.

Έτσι γεννιέται το “εύκολο παιδί”.
Το παιδί που δεν ζητά.
Το παιδί που «τα καταφέρνει».
Το παιδί που δεν ενοχλεί.

Όχι επειδή δεν έχει ανάγκες — αλλά επειδή το νευρικό του σύστημα έμαθε ότι αυτό είναι πιο ασφαλές.

Κι εδώ η σκέψη του Maté γίνεται κοινωνική. Γιατί αυτή η προσαρμογή δεν αφορά μόνο την οικογένεια. Μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία που επιβραβεύει τον άνθρωπο που αντέχει σιωπηλά: στη δουλειά, στις σχέσεις, ακόμα και στη φιλία. Το «μην είσαι βάρος» δεν είναι απλώς οικογενειακή εντολή. Είναι πολιτισμικός κανόνας. Και πολλά παιδιά μεγαλώνουν με την ιδέα ότι η αυτάρκεια είναι αρετή — ενώ συχνά είναι άμυνα.

Γι’ αυτό ο Maté επιμένει: το παιδί δεν “χτίζει χαρακτήρα” όπως θα θέλαμε να πιστεύουμε. Χτίζει στρατηγικές επιβίωσης. Και αυτές οι στρατηγικές μάς ακολουθούν.

Γίνονται τρόπος σχέσης.
Τρόπος αγάπης.
Τρόπος να στεκόμαστε στην εγγύτητα χωρίς να χανόμαστε.

Γι’ αυτό τα αδέλφια συχνά θυμούνται διαφορετικά πράγματα από την ίδια οικογένεια. Όχι γιατί κάποιος υπερβάλλει, αλλά γιατί ο καθένας έζησε διαφορετικό συναισθηματικό κλίμα. Και το σώμα δεν ξεχνά.

Στην οπτική του Maté, το τραύμα δεν είναι πάντα αυτό που συνέβη. Είναι συχνά αυτό που δεν υπήρξε όταν το παιδί το χρειαζόταν: ρύθμιση, χώρος, μια ήρεμη παρουσία που να αντέχει το συναίσθημά του χωρίς να το ακυρώνει. Κι αυτή η δυνατότητα δεν μοιράζεται ισότιμα στον χρόνο — γιατί οι γονείς είναι άνθρωποι, όχι ιδέες.

Η δύσκολη αλήθεια λοιπόν δεν είναι ότι οι γονείς δεν αγαπούν.
Είναι ότι η αγάπη δεν φτάνει σε όλους με τον ίδιο τρόπο, γιατί οι ίδιοι οι γονείς δεν έχουν κάθε φορά την ίδια δυνατότητα να τη μεταφέρουν.

Κι όταν το καταλάβεις αυτό, κάτι επιτέλους ησυχάζει:
σταματάς να συγκρίνεις παιδικές ηλικίες,
σταματάς να αμφισβητείς τη μνήμη σου,
σταματάς να μικραίνεις τον εαυτό σου για να χωρέσει στην οικογενειακή αφήγηση.

Δεν μεγάλωσες λάθος.
Μεγάλωσες σε άλλον χρόνο.

Και ίσως αυτός ο «άλλος χρόνος» να είναι το κλειδί για να ξαναδιαβάσουμε όλη μας την ιστορία. Για να καταλάβουμε γιατί κάποια πράγματα μας βαραίνουν περισσότερο, γιατί αντιδρούμε πριν καν προλάβουμε να σκεφτούμε, γιατί σε κάποιες σχέσεις γινόμαστε σιωπηλοί ενώ σε άλλες υπερβολικά προσεκτικοί. Δεν είναι αδυναμία. Είναι μνήμη. Μνήμη ενός χρόνου που ζητούσε προσαρμογή, όχι έκφραση. Κι αν αυτός ο χρόνος μάς ακολουθεί ακόμα, δεν σημαίνει ότι μας ορίζει για πάντα. Σημαίνει μόνο ότι αξίζει να τον αναγνωρίσουμε. Όχι για να τον διορθώσουμε, αλλά για να σταματήσουμε να ζούμε σαν να είναι παρών. Γιατί όταν καταλάβεις σε ποιον χρόνο μεγάλωσες, ίσως για πρώτη φορά καταλάβεις και σε ποιον χρόνο βρίσκεσαι τώρα.

Συντάκτης: Ηρώ Γ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη