Λένε πως κάποτε, ένα βράδυ στην Κρήτη, ο άνεμος σταμάτησε για λίγο να φυσά — για να ακούσει.
Μια λύρα έτρεμε στα χέρια ενός ανθρώπου, κι ο καπνός από το ρακοκάζανο ανέβαινε σαν προσευχή στον ουρανό.
Κανείς δεν ήξερε τι θα πει· όλοι περίμεναν.
Κι ύστερα, μέσα σε δυο αναπνοές, ειπώθηκαν δυο στίχοι.
Τόσο απλοί, που έμοιαζαν με ψίθυρο — κι όμως, ήταν αρκετοί για να ξυπνήσουν κάτι που δε θα ξανακοιμόταν ποτέ.
Έτσι γεννήθηκε η μαντινάδα.
Όχι σαν τραγούδι, αλλά σαν φωνή.
Σαν ανάσα που βγαίνει απ’ τη γη.
Στην Κρήτη, το 24ωρο έχει φωνή.
Μιλά το κύμα, μιλά ο άνεμος, μιλούν τα βουνά, και μετά — ο άνθρωπος.
Ο άνθρωπος που παρατηρεί, που νιώθει, που με μια μικρή αιτία παίρνει τη σκυτάλη και ξεσπά σε ρίμα.
Δυο στίχοι, κι ό,τι κουβαλά η ψυχή βρίσκει τρόπο να ειπωθεί.
Άλλοτε σαν εξομολόγηση, άλλοτε σαν πείραγμα, κι άλλοτε σαν προσευχή που δεν ξέρει να σωπάσει.
Είμαι από εκεί, είναι ο τόπος μου, οι ρίζες μου!
Κι όσες φορές κι αν φύγω, πάντα με γυρίζει πίσω μια λύρα που δε σώπασε ποτέ.
Γιατί η μαντινάδα δεν είναι παράδοση — είναι μνήμη.
Μνήμη ζωντανή, που δε γράφεται με μελάνι, αλλά με αίμα και φως.
Η ρίζα της πάει πίσω στον 15ο αιώνα, τότε που η Κρήτη ζούσε την Ενετοκρατία και άνθιζε η Κρητική Αναγέννηση.
Ήταν η εποχή του Ερωτόκριτου του Βιτσέντζου Κορνάρου, της ιστορίας εκείνης που μιλούσε για έναν έρωτα τόσο δυνατό, που ούτε βασιλιάδες ούτε χρόνος δεν μπόρεσαν να τον σβήσουν.
Κατέχω το κι ο κύρης σου γρήγορα σε παντρεύγει
ρηγόπουλο, αφεντόπουλο σαν είσ εσύ γυρεύγει
Kαι δεν μπορείς ν αντισταθείς σαν θέλουν οι γονείς σου
Nικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάζει η γιόρεξη σου
Μια χάρη, αφέντρα, σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
Και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
Την ωρα που αρραβωνιαστείς να βαριαναστενάξεις
Kι όντε σαν νύφη στολιστείς σαν παντρεμένη αλλάξεις
N’ αναδακρυώσεις και να πεις, «Ρωτόκριτε καημένε
τα σου ‘ταζα ελησμόνησα, τα ‘θελες μπλιο δεν έναι
Και κάθε μήνα μια φορά φορά μέσα στην κάμαρά σου
λόγιαζε ηντά παθα για σε να με πονεί η καρδιά σου
Και πιάσε και τη ζωγραφιά που ‘βρες στ’αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια που ‘λεγα όπου πολύ σ’αρέσαν
Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δεν σ’ήβρα ποτέ μου
κι’ ένα κεράκι αφτούμενον εβάστου κι’έσβησέ μου
Κι’ας τάξω πως επιάστηκα ‘πο μιάς γυναίκας τρίχα
κι΄ ήσπασε η τρίχα κι’ήχασα στον κόσμο ό,τι κι αν είχα
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και πες πως δε με γνώρισες μήτε κι’εγώ πως σ’είδα
Kάλλιά’χω εσέ με θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου
Δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι ένωναν τη μουσική με το πάθος, τον ρυθμό με την ψυχή.
Κι όταν η Αρετούσα περίμενε τον Ρωτόκριτο, όλη η Κρήτη περίμενε μαζί της.
Από εκεί ξεπήδησε η μαντινάδα — σαν συνέχεια μιας αγάπης που δεν ήθελε να τελειώσει.
Οι άνθρωποι πήραν τον ρυθμό, το μέτρο, το πάθος, κι έφτιαξαν τη δική τους ποίηση.
Την ποίηση των αυλών, των δρόμων και των καημών.
Ποίηση χωρίς χαρτί, λόγος που δε γνωρίζει σιωπή.
Στα χωριά, η νύχτα έχει άλλη πυκνότητα.
Μπορείς να ακούσεις τις λέξεις να γεννιούνται.
Ένας λέει τη μία, ο άλλος απαντά — κι ο κόσμος γύρω τους σταματά για λίγο να ανασάνει.
Κι αν τύχει και πονάς, η μαντινάδα σε λυτρώνει· δεν σε αφήνει να σωπάσεις.
Είναι τρόπος ζωής, τρόπος να αντέχεις.
Κι αν τη γράψεις σ’ ένα χαρτί, κάτι χάνει. Πρέπει να την πεις. Να την ακούσεις να πάλλεται στον αέρα.
Κι όταν η νύχτα προχωρά και τα βήματα ηχούν στις πέτρες, αρχίζουν οι καντάδες.
Παρέες με λύρα και λαούτο περνούν κάτω από τα μπαλκόνια των κοπελιών, αφήνοντας τις καρδιές τους να τραγουδήσουν.
Ένας στίχος για τα μάτια της, άλλος για το χαμόγελο, κι όλο το χωριό ανασαίνει μαζί τους.
Η μαντινάδα γίνεται δρόμος, εξομολόγηση κάτω από τα αστέρια.
Κι αν τύχει να ’ναι μέρα χαράς, οι ίδιοι στίχοι συνοδεύουν και τη νύφη ως την εκκλησία εκεί, ανάμεσα σε λύρες, ευχές και δάκρυα, οι λέξεις της μαντινάδας ενώνονται με το βήμα της, σαν ευλογία που την ακολουθεί μια ζωή.
Αιώνες μετά, ακόμα επιμένει να ζει.
Στους γάμους και στα βαφτίσια, στα καφενεία, στα TikTok, στις παρέες που ανάβουν φωτιές.
Γιατί η ουσία δεν αλλάζει ποτέ:
δυο στίχοι, αληθινοί, βγαλμένοι απ’ την καρδιά.
Όπως τότε που κάποιος έλεγε «σ’ αγαπώ», χωρίς φόβο, χωρίς ανάγκη να εξηγηθεί.
Η Κρήτη δεν κρατά το παρελθόν της σε μουσεία — το κουβαλά στα λόγια της.
Κι αν ακούσεις προσεκτικά μια μαντινάδα, θα νομίζεις πως μιλά ο ίδιος ο τόπος. θα νιώσεις τον αέρα της να μυρίζει θυμάρι, καπνό,
θα δεις το βλέμμα του παλιού μαντιναδολόγου να λάμπει από περηφάνια, ανθρώπους με μάτια υγρά να χαμογελούν.
Θα καταλάβεις πως η γλώσσα δεν είναι απλώς λέξεις.
Είναι ψυχή.
Κι αυτή η ψυχή δεν διδάσκεται· μεταδίδεται, όπως ο ρυθμός ενός τραγουδιού που δεν ξεχνάς ποτέ.
κι ίσως για μια στιγμή να νομίσεις πως ο χρόνος σταμάτησε.
Γιατί η μαντινάδα είναι καθρέφτης της ψυχής.
Κι όσο υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν, εκείνη θα συνεχίζει να γεννιέται.
Όσο πιο γρήγορη γίνεται η ζωή, τόσο πιο πολύ τη χρειαζόμαστε.
Δυο στίχοι κι όλος ο κόσμος.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
