Τώρα θα θίξω ένα θέμα που ξέρω, θα πέσετε να με φάτε.
Ένα θέμα που μόλις το ακούς, σηκώνει φρύδια, φέρνει αντιδράσεις.
Είναι όμως  ένα θέμα που σε αφορά πιο πολύ από όσο νομίζεις!

Οι πρόσφυγες δεν είναι ξένοι. Είναι εμείς, σε μια άλλη εποχή. Γιατί κι εμείς ξέρουμε πώς είναι να ξεριζώνεσαι, να κουβαλάς όλη σου τη ζωή σε μια βαλίτσα και να ψάχνεις φως σε ξένη γη.

Όταν ακούμε τη λέξη “πρόσφυγας”, οι περισσότεροι νιώθουν αμηχανία. Κάποιοι φόβο. Άλλοι θυμό. Έχουμε ακούσει όλα τα σχόλια:
«Να τους πάρεις σπίτι σου»,
«Μας σκ0τώνουν»,
«Μας βιάζ0υν»,
«Θα μας αλλοιώσουν».
Φράσεις που ακούγονται εύκολα, σχεδόν αυτόματα.
Αλλά αν σταματήσεις να τις αναπαράγεις και τις κοιτάξεις λίγο πιο βαθιά, καταλαβαίνεις κάτι απλό: το πρόβλημα δεν είναι ότι κάποιος είναι πρόσφυγας. Το πρόβλημα είναι τι άνθρωπος είναι.

Κακός άνθρωπος υπάρχει παντού. Σε κάθε χώρα, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε κοινωνία. Δεν έχει σημασία αν κρατάει στα χέρια του ελληνικό ή οποιοδήποτε διαβατήριο. Το καλό και το κακό δεν έχουν πατρίδα. Το μόνο που τα ξεχωρίζει είναι οι πράξεις — όχι οι ρίζες.

Ο φόβος είναι πονηρός. Δε χρειάζεται επιχειρήματα· χρειάζεται μόνο μια φράση που να πατήσει πάνω στην ανασφάλεια. Και είναι βολικός, γιατί μας δίνει έναν “ένοχο” για όλα όσα δε φτιάχνουμε μόνοι μας. Μας κάνει να νιώθουμε ασφαλείς όσο δείχνουμε με το δάχτυλο τον άλλον. Αλλά ο φόβος δεν προστατεύει — μικραίνει. Μικραίνει τις καρδιές, μικραίνει τους ορίζοντες, μικραίνει τον άνθρωπο.

Κι όμως, συχνά, οι φόβοι μας πιάνουν πιο δυνατά από τη λογική. Ίσως γιατί είναι εύκολο να φοβάσαι τον “άλλο”, ειδικά όταν δεν τον γνωρίζεις. Κι ακόμα πιο εύκολο να τον κρίνεις, όταν έχεις ξεχάσει πως κάποτε ήμασταν κι εμείς στη θέση του.

Το 1922, χιλιάδες Έλληνες από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία ήρθαν εδώ, κυνηγημένοι, καμένοι, σιωπηλοί. Άφησαν πίσω σπίτια, δουλειές, ολόκληρες ζωές. Κι όταν έφτασαν, δεν τους υποδέχτηκαν πάντα με αγκαλιές. Τους έλεγαν «τουρκόσπορους», τους φοβόντουσαν, τους θεωρούσαν βάρος. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι ξανάχτισαν τη ζωή τους. Έφεραν μαζί τους μουσική, φαγητό, ψυχή, δύναμη. Έγιναν κομμάτι αυτού του τόπου.

Αργότερα, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, άλλοι Έλληνες πήραν τον δρόμο για τη Γερμανία, την Αμερική, την Αυστραλία. Άφησαν τα παιδιά τους πίσω και έστειλαν λεφτά σε φακέλους με γραμματόσημα. Κι εκείνοι αντιμετώπισαν το  «οι ξένοι». Ήταν εμείς, τότε που ζητούσαμε κατανόηση.

Σήμερα, οι άνθρωποι αυτοί ζουν ανάμεσά μας. Στα καφέ, στα σχολεία, στις γειτονιές. Τα παιδιά τους μιλούν ελληνικά με προφορά που θυμίζει τις δικές μας πρώτες λέξεις. Δε ζητούν να πάρουν τη θέση κανενός. Ζητούν απλώς να ανήκουν κάπου — όπως θέλουμε όλοι.

Κι όμως, ζούμε σε μια χώρα που δεν έχει τις δομές να τους στηρίξει όπως θα έπρεπε. Δεν υπάρχουν αρκετά κέντρα φιλοξενίας, ούτε προγράμματα ένταξης, ούτε σταθερή πολιτική βούληση. Η ευθύνη δεν είναι μόνο των ανθρώπων που φοβούνται· είναι και των κυβερνήσεων που δεν έδωσαν ποτέ χώρο για να γνωριστούμε. Γιατί όταν δεν υπάρχει πλαίσιο, ο φόβος μεγαλώνει — κι αυτός ο φόβος γίνεται εύκολα θυμός.

Γι’ αυτό, όταν σήμερα ακούμε τον φόβο να ντύνεται με ρατσισμό, καλό είναι να θυμόμαστε: δε μας απειλεί ο πρόσφυγας. Μας απειλεί η λήθη. Η στιγμή που ξεχνάμε ποιοι ήμασταν, τι περάσαμε και πόσο εύθραυστη είναι η ασφάλειά μας.

Κανείς δεν εγκαταλείπει το σπίτι του αν δεν αναγκαστεί. Κανείς δε ρισκάρει τη ζωή του στη θάλασσα αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Και κανένα παιδί δε θα έπρεπε να μάθει πρώτα τη λέξη «πόλεμ0ς» και μετά τη λέξη «παιχνίδι».

Κάθε φορά που δείχνουμε καλοσύνη, γράφουμε κι εμείς ένα μικρό αντίβαρο στην ιστορία. Δεν αλλάζουμε τον κόσμο, αλλά αλλάζουμε τη στιγμή. Και οι στιγμές, αν μαζευτούν πολλές, γίνονται ρεύμα. Ίσως αυτό να είναι τελικά το μόνο που μπορεί να μας σώσει — να μην ξεχάσουμε να βλέπουμε τον άνθρωπο, πριν δούμε την ταυτότητά του.

Οι πρόσφυγες δεν είναι ξένοι. Είναι οι παππούδες μας που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και στην Κρήτη από τη Σμύρνη. Είναι οι Έλληνες εργάτες που έψαχναν μια θέση στη Γερμανία. Είναι οι ιστορίες που κουβαλάμε στο αίμα μας, έστω κι αν κάναμε πως τις ξεχάσαμε.

Κι αν κάτι αξίζει να θυμόμαστε, είναι αυτό:
οι ρίζες μπορεί να χάνονται, οι πατρίδες να αλλάζουν, αλλά η ανθρωπιά είναι το μόνο διαβατήριο που δε λήγει ποτέ.
Γιατί στο τέλος της μέρας, δε θα μετρηθεί ποιος έμεινε και ποιος έφυγε, αλλά ποιος στάθηκε άνθρωπος όταν οι άλλοι γύριζαν το βλέμμα.
Δε μας αλλοιώνουν οι άνθρωποι που έρχονται· μας αλλοιώνει η στιγμή που σταματάμε να νιώθουμε.
Οι εποχές αλλάζουν  μα αν χάσουμε την ανθρωπιά μας, τότε θα ’χουμε χαθεί στ’ αλήθεια όλοι,
πρόσφυγες χωρίς προορισμό.

Συντάκτης: Ηρώ Γ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη