Σε μια εποχή που η ελπίδα θεωρείται αφέλεια και το όνειρο πολυτέλεια, ο Σαββόπουλος το είχε πει πρώτος:
«Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει — είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη»
Ας σταθούμε λίγο σε ένα τραγούδι που δε μίλησε μόνο για την εποχή του, αλλά για κάθε εποχή που έγινε σύμβολο και ανήκει σε όλους μας. Ο Καραγκιόζης δεν είναι απλώς μια φιγούρα του θεάτρου σκιών. Είναι η ψυχή του απλού ανθρώπου: του φτωχού, του ταλαιπωρημένου, του ειρωνικού αλλά πάντα ζωντανού. Του ανθρώπου που γελά για να μην κλάψει, που σαρκάζει τη μοίρα του και στήνει κάθε μέρα τη δική του μικρή παράσταση. Είναι ο άνθρωπος που μπορεί να μην έχει τίποτα, αλλά κρατά την ψυχή του ολόκληρη.
Όπως είχε πει κι ο ίδιος ο Σαββόπουλος, «βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί που δεν έχει απόψε πού να πάει»— γιατί πάντα θα υπάρχουν ψυχές που ψάχνουν λίγη θέση στον κόσμο, λίγη προστασία μέσα στη σιωπή.
Το τραγούδι γεννήθηκε το 1975, στην Αθήνα, μέσα στον δίσκο «10 Χρόνια Κομμάτια»— τον πρώτο που κυκλοφόρησε ο Σαββόπουλος μετά τη δικτατορία. Η χώρα προσπαθούσε να βγει από τα σκοτάδια της, να ξεπλύνει τον φόβο και να ξαναβρεί φωνή. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, εκείνος διάλεξε να τραγουδήσει όχι από το βάθρο, αλλά από το πεζοδρόμιο∙ μέσα από τον πιο ταπεινό, μα και πιο αληθινό ήρωα της ελληνικής ψυχής— τον Καραγκιόζη.
Η φιγούρα του γεννήθηκε αιώνες πριν, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέσα από το τούρκικο θέατρο σκιών Karagöz και Hacivat. Όταν όμως πέρασε στην Ελλάδα, πήρε άλλη πνοή: έγινε ο φτωχός, ο πονηρός, ο λαϊκός Ρωμιός που σατιρίζει την εξουσία και επιβιώνει με πείσμα και χιούμορ. Κι αν ο κόσμος τον γνώρισε μέσα από τις παραστάσεις του Ευγένιου Σπαθάρη, στην πραγματικότητα ο Καραγκιόζης είναι δημιούργημα συλλογικό— η πιο ανθρώπινη αντανάκλαση ενός λαού που ποτέ δεν έπαψε να γελά, ακόμα κι όταν πονούσε.
Μέσα από εκείνον, ο Σαββόπουλος μίλησε για την αδικία, για τη φτώχεια, για τη ζωή που συνεχίζεται μέσα στη σκόνη και το χιούμορ. Και οι στίχοι του —όπως «μέσα απ’ την κάλπη, τη στατιστική, μας κοιτάει ο Χάρος» ή «τρύπια είν’ η αγάπη μας και δε μας προστατεύει»— έγιναν ο πιο εύστοχος σχολιασμός μιας κοινωνίας που παλεύει να σταθεί χωρίς να χάσει την ανθρωπιά της. Γιατί “τρύπια είναι η αγάπη μας” όχι μόνο τότε, αλλά και σήμερα— σε κάθε εποχή που οι άνθρωποι ξεχνούν να αγαπούν αληθινά. Κι όταν λέει «αν δεν ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω, έλα στην παράσταση να σε γιουχαΐσω», δεν το κάνει για πρόκληση. Το κάνει για να ταρακουνήσει. Για να θυμίσει πως όποιος βλέπει και σωπαίνει, είναι κι αυτός κομμάτι της σκιάς.
Ο Καραγκιόζης είναι η φωνή του λαού που πολεμά, ακόμα κι όταν δεν έχει τίποτα να φάει. Είναι ο άνθρωπος που κουβαλά στις πλάτες του φίλους, εχθρούς, χρέη και ελπίδες— κι αντί να λυγίσει, τα κάνει ιστορία. Ο άνθρωπος που, όπως κι εμείς, παλεύει μέσα στις σκιές για φως να “γράψει πάνω στο σεντόνι”. Αυτό είναι το μεγαλείο του τραγουδιού: δεν εξιδανικεύει, δεν ωραιοποιεί, δε θρηνεί. Απλώς θυμίζει ότι η πραγματική δύναμη βρίσκεται στο όνειρο. Ότι όποιος ονειρεύεται, όσο κι αν τον τρώει η ζωή, σώζεται. Γιατί μέσα απ’ τις ρωγμές μας ανασαίνει ό,τι δεν μπόρεσε να σκοτώσει καμιά εποχή.
Σήμερα, μισό αιώνα μετά, το τραγούδι αυτό παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ. Γιατί πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν, που γελούν με τα βάσανά τους, που επιμένουν να ονειρεύονται. Κι αυτοί είναι οι αληθινοί ήρωες. Κι αν ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν είναι πια εδώ, άφησε πίσω του έναν παλμό που δε σωπαίνει. Μια Ελλάδα που ακόμη τραγουδά, ακόμη σκέφτεται, ακόμη ελπίζει και ονειρεύεται σαν τον Καραγκιόζη.
Οι ψυχές σαν τη δική του δε χάνονται— απλώς αλλάζουν σκηνή.
