Η Κέρκυρα δεν είναι απλά ένα νησί∙ είναι συναίσθημα. Ένα συναίσθημα που σε συναντά ξαφνικά, μέσα από πλακόστρωτα καντούνια και σκιές ενετικών παραθύρων, και σου αφήνει την καρδιά λίγο πιο αργή, λίγο πιο βαριά. Σου ανοίγει τις πόρτες της χωρίς τυμπανοκρουσίες και σε αφήνει να τη γνωρίσεις σαν να ήσουν πάντα δικός της. Το πρώτο σου πρωί εκεί, ο αέρας μυρίζει αλμύρα και γιασεμί κι ακούς τις καμπάνες να σμίγουν με τα φτερουγίσματα των περιστεριών.
Όσο μένεις, η Κέρκυρα δε σου κρατά το χέρι∙ σου αφήνει χώρο να χαθείς. Να βρεις τον εαυτό σου στα χρώματα της Σπιανάδας, στα γέλια στα καντούνια, στο άρωμα του κουμ κουάτ που κολλάει στα χείλη. Σου μαθαίνει την τέχνη της αργής μέρας, εκείνης που κυλάει σαν παλιό τραγούδι που ξέρεις απ’ έξω χωρίς να θυμάσαι πότε το έμαθες. Σε κατακλύζει η ατμόσφαιρα αυτού του τόπου και σε μπερδεύει ελαφρώς, κάνοντάς σε να αμφιβάλλεις εάν βρίσκεσαι σε κάποιο νότιο τμήμα της Ιταλίας ή αν ακόμα σεργιανάς ελληνικά εδάφη. Σε ξελογιάζει η αύρα της και η ατμόσφαιρά της, καθώς στέκεις πλανεμένος να αγναντεύεις από τη μία πλευρά της το Ιόνιο πέλαγος και από την άλλη την Αδριατική θάλασσα.
Αναμφισβήτητα είναι η αρχόντισσα του Ιονίου και φέρει μέσα της τον παλμό μιας ιστορίας που ζει και αναπνέει σε κάθε της γωνιά. Οι φιλαρμονικές της, ζωντανά όργανα μιας παράδοσης που ξεκινά από τον καιρό των Ενετών, γεμίζουν τον αέρα με νότες που ταξιδεύουν πέρα από τον χρόνο. Κάθε μελωδία τους είναι σαν ψίθυρος αρχαίων μύθων, ένας χορός ήχων που αγκαλιάζει τα στενά σοκάκια και σκαρφαλώνει στα πλατάνια. Η Κέρκυρα ντύνεται στα πράσινα των αιωνόβιων δέντρων, των ελαιώνων που λούζονται στον ήλιο και των κήπων που σβήνουν τη δίψα του καλοκαιριού.
Τα μικρά χωριά της Κέρκυρας είναι σαν κρυφά διαμάντια σκαρφαλωμένα στις πλαγιές, όπου ο χρόνος μοιάζει να κυλά με το δικό του αργό και σταθερό ρυθμό. Εκεί, τα σπίτια με τις κεραμιδοσκεπές και τα μπορντό μπαλκόνια αγκαλιάζουν στενά καλντερίμια, που οδηγούν σε μικρές πλατείες γεμάτες ανθισμένες γλάστρες και το γέλιο παιδιών που παίζουν ανέμελα. Στα καφενεία των χωριών, οι κάτοικοι μοιράζονται ιστορίες και μνήμες, ενώ ο ήλιος χαϊδεύει απαλά τα καταπράσινα τοπία γύρω τους, εκεί όπου οι ελιές και τα κυπαρίσσια φυλάσσουν την αιώνια σιωπή και την ομορφιά της γης. Εκεί, να καθίσεις ένα καυτό μεσημέρι και να γευτείς τα παραδοσιακά φαγητά τους∙ κόκορα παστιτσάδα, σκορπίνα μπουρδέτο και σοφρίτο, πίνοντας λικέρ και σπιτικά κρασιά. Και μαζί με όλα αυτά, απ’ όπου κι αν σταθείς, μαγεύεσαι από ηλιοβασιλέματα που αγγίζουν το γαλάζιο της θάλασσας.
Είναι μια γη που τραγουδά, που αγαπά, που θυμάται και που σε καλεί να γίνεις κι εσύ κομμάτι της. Κι εσύ εθίζεσαι δίχως να το καταλάβεις. Και όταν έρθει η ώρα να αποχωρήσεις, δε σε παρακαλά να μείνεις. Στέκεται απέναντί σου, με τη θάλασσα να αστράφτει σαν μυστικό, και απλώς σε ρωτά: «Αντέχεις να φύγεις;»
Εγώ δεν άντεξα… κι έτσι έμεινα!
