

Κάποιοι άνθρωποι μπαίνουν στη ζωή σου με τα παπούτσια τους γεμάτα λάσπη. Κι όχι μόνο μπαίνουν, αλλά κάθονται και στον καναπέ της ψυχής σου, λες και είναι το Airbnb τους. Άλλοι πάλι στέκονται στην πόρτα διστακτικοί, ρωτώντας ευγενικά αν μπορούν να μπουν — ακόμα κι αν εσύ έχεις ήδη στρώσει χαλί για να τους υποδεχτείς. Και κάπου ανάμεσα στους «λάσπης» και στους «σεμνούληδες», είμαστε όλοι εμείς: αυτοί που ακόμα προσπαθούμε να καταλάβουμε πού τελειώνουμε εμείς και πού αρχίζουν οι άλλοι.
Γιατί η αλήθεια είναι πως το να βάλεις όρια δεν είναι καθόλου απλό. Ειδικά αν είσαι από εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν να τους αγαπούν, να μη στεναχωρούν κανέναν, που λένε «ναι» πιο εύκολα απ’ ό,τι βγαίνει το delivery στο app. Αλλά η ψυχή δεν είναι all-inclusive ξενοδοχείο. Δεν μπορείς να αφήνεις τον καθένα να μπαίνει, να σερβίρεται και να φεύγει χωρίς να πληρώνει τον λογαριασμό.
Τα όρια δεν είναι κακία. Είναι αυτοσεβασμός. Είναι το «σε θέλω στη ζωή μου, αλλά όχι να με πατήσεις ενώ χαμογελάς». Είναι το «σ’ αγαπάω, αλλά όχι τόσο ώστε να ξεχάσω ποιος είμαι εγώ». Είναι το «ναι, θα σε βοηθήσω — αλλά όχι όταν εγώ είμαι σε κομμάτια». Και ναι, μπορεί να χρειαστεί να εξασκηθείς σε όλα αυτά. Να πεις το πρώτο σου «όχι» και να ιδρώσεις. Να βάλεις τον πρώτο σου «φράχτη» και να νιώσεις τύψεις. Αλλά κάθε τέτοιο βήμα είναι μια μικρή νίκη απέναντι στην ψυχική σου εξουθένωση.
Ας το παραδεχτούμε: όλοι έχουμε μπλέξει με ανθρώπους-εισβολείς. Εκείνους που χτυπούν τις ευαισθησίες μας σαν ταμπούρλα. Που έχουν γνώμη για τη ζωή μας πριν καν πάρουμε πρωινό. Που θεωρούν ότι «αν σε αγαπώ, έχω δικαίωμα να σε ελέγχω». Μα όχι, αγάπη δε σημαίνει κυριότητα. Σημαίνει σε κοιτάζω, σε καταλαβαίνω, αλλά δε χρειάζεται να χωθώ μέσα σου σαν κλέφτης. Σημαίνει σου κρατάω το χέρι — όχι σε σφίγγω μέχρι να μην ανασαίνεις.
Το ωραίο με τα όρια είναι ότι όσο πιο ξεκάθαρα τα βάζεις, τόσο πιο υγιείς σχέσεις χτίζεις. Φαντάσου να έχεις ένα διαφανές τζάμι: βλέπετε ο ένας τον άλλον, μιλάτε, γελάτε, αλλά δεν μπορεί κανείς να περάσει μέσα σου αν δεν του ανοίξεις. Και δε χρειάζεται να το ανοίγεις σε όλους. Ούτε στους συγγενείς επειδή «έτσι πρέπει», ούτε στους φίλους που σε στραγγίζουν, ούτε στους έρωτες που νομίζουν πως είσαι το νέο τους project.
Ναι, ξέρω, είναι ωραίο να νιώθεις πως ανήκεις κάπου. Πως κάποιος σε χρειάζεται, πως σε ζητάει, πως σ’ αγαπάει. Αλλά το να ανήκεις κάπου δεν πρέπει να σημαίνει ότι χάνεσαι. Το πιο μεγάλο λάθος που κάνουμε είναι να πιστεύουμε πως για να αγαπηθούμε, πρέπει να μικρύνουμε, να στριμωχτούμε, να ταιριάξουμε με το σχήμα που μας ζητάει ο άλλος. Όχι. Να με αγαπάς έτσι όπως είμαι — με τα σύνορά μου, με τις ρωγμές μου, με τα φώτα μου και τα σκοτεινά μου.
Στο κάτω-κάτω, οι καλύτερες σχέσεις είναι αυτές που σέβονται τον χώρο. Που σε αφήνουν να πάρεις ανάσα. Που δεν σου κλέβουν την ενέργεια, αλλά σου την πολλαπλασιάζουν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν χρειάζονται προσκλήσεις — τους ανοίγεις την πόρτα με χαμόγελο, γιατί ξέρεις ότι δεν θα σε κάνουν να μετανιώσεις που τους άφησες να μπουν.
Οπότε, την επόμενη φορά που κάποιος προσπαθήσει να χωθεί στην ψυχή σου χωρίς σεβασμό, θυμήσου: δεν είσαι πάρκο με ελεύθερη είσοδο. Είσαι νησί με γαλάζια νερά και μικρό λιμανάκι. Όποιος θέλει να δέσει εκεί, ας φέρει τα σωστά πανιά. Και να ξέρει ότι πίσω απ’ τον ήλιο και τη θάλασσα, υπάρχει καρδιά — αλλά και φρουρός.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη