Κάτι αλλάζει γύρω μας. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι γύρω στα 30, εκείνοι που έχουν επιλέξει να κοιτάξουν τον εαυτό τους κατάματα, να κάνουν θεραπεία μέσω θεραπευτικών ή πνευματικών διαδικασιών (healing), να δουλέψουν τα τραύματά τους, καταλήγουν στο ίδιο, απρόσμενο για πολλούς, συμπέρασμα: «Δε θέλω να κάνω παιδιά.» Και δεν το λένε ούτε με θυμό, ούτε από άρνηση. Το λένε με ηρεμία. Με επίγνωση. Με μια βαθιά, σιωπηλή βεβαιότητα.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, πρόκειται για μια από τις πιο ριζοσπαστικές αποφάσεις της εποχής μας. Γιατί, για πρώτη φορά, η μητρότητα και η πατρότητα δε θεωρούνται δεδομένη συνέχεια της εξέλιξης του καθένα. Ξεφεύγουν από το «έτσι πρέπει» και γίνονται επιλογή και μάλιστα συνειδητή.
Πολλοί 30άρηδες σήμερα ανήκουν στην πρώτη γενιά που έχει πρόσβαση στα μονοπάτια της ψυχικής υγείας και την άδεια να θεραπεύεται. Επανεξετάζουν την ανατροφή που έλαβαν και βλέπουν, συχνά με οδύνη, πως ακόμα και οι πιο «καλοπροαίρετοι»γονείς αναπαρήγαγαν μοτίβα ελέγχου, συναισθηματικής απουσίας ή ψυχολογικής βίας. Παιδιά της γενιάς του ’80 και ’90, κουβαλούν το βαρύ φορτίο του να πρέπει να συγχωρέσουν, να κατανοήσουν, να επουλώσουν. Για πολλούς η απόφαση να μη φέρουν στον κόσμο ένα νέο παιδί, είναι πράξη διακοπής του φαύλου κύκλου.
Όσοι μπαίνουν σε διαδικασία θεραπείας, είτε με ψυχοθεραπεία, είτε με ενεργειακές πρακτικές, σωματικές θεραπείες, διαλογισμό, ψυχοσυναισθηματική εργασία, αρχίζουν να επαναπροσδιορίζουν τις βασικές τους επιθυμίες. Σιγά σιγά ξεχωρίζουν τι είναι δικό τους και τι είναι δανεισμένο. Τι θέλουν πραγματικά και τι απλώς έχουν μάθει να θέλουν. Κάποια στιγμή, έρχεται και η ερώτηση: «Θέλω να κάνω παιδί; Ή νιώθω ότι πρέπει;» Και τότε, κάτι αλλάζει.
Γιατί πολλοί συνειδητοποιούν ότι η επιθυμία για παιδί δεν ήταν επιθυμία. Ήταν ελπίδα να γεμίσει ένα κενό. Να γιατρευτεί κάτι παλιό. Ήταν προσπάθεια να επαναληφθεί το σενάριο που τους έμαθαν ως «φυσιολογικό»: γάμος, παιδί, σπίτι. Κάποιοι ήθελαν παιδί για να νιώσουν ότι έχουν λόγο ύπαρξης. Κάποιοι για να μη μείνουν μόνοι. Και άλλοι γιατί έτσι έκαναν όλοι. Όταν όλα αυτά καθαρίζουν, πολλοί μένουν με ένα καθαρό, ειλικρινές «Όχι.»
Οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώσαμε με γονείς που, όσο κι αν μας αγάπησαν, είχαν κι εκείνοι τα δικά τους τραύματα. Συναισθηματική απόσταση, υπερβολικός έλεγχος, προσδοκίες, απορρίψεις, σιωπές. Και μέσα στη θεραπεία, όλα αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια. Δεν είναι εύκολο να τα δεις. Αλλά είναι λυτρωτικό. Κάποιοι, βλέποντας τον κύκλο αυτόν, αποφασίζουν να τον σπάσουν. Όχι από φόβο μήπως «γίνουν σαν τους γονείς τους», αλλά από σεβασμό. Δε θέλουν να φέρουν στον κόσμο έναν ακόμα άνθρωπο που ίσως χρειαστεί να θεραπεύσει ότι δεν πρόλαβαν εκείνοι να γιατρέψουν.
Πέρα από την προσωπική ιστορία, υπάρχει και η συλλογική. Η γενιά αυτή ζει μέσα στην κλιματική κρίση, την πολιτική αστάθεια, τους πολέμους και την οικονομική ανασφάλεια. Όλα αυτά βαραίνουν, ιδίως για τους πιο συνειδητοποιημένους ανθρώπους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αναρωτιούνται αν έχουν το δικαίωμα να φέρουν ένα παιδί σε αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι καταστροφολογία, είναι μια ώριμη και βαθιά σκέψη. Κάποιοι νιώθουν ότι δεν μπορούν να εγγυηθούν ένα μέλλον ασφαλές για το παιδί τους. Κι αυτό το σέβονται.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν απορρίπτουν την αγάπη, ούτε τη φροντίδα. Αυτοί που κάνουν healing έχουν μάθει να αγαπούν χωρίς εξαρτήσεις, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς προβολές. Έχουν μάθει να δίνουν χώρο, να φροντίζουν ουσιαστικά. Πολλοί στρέφουν αυτή την ενέργεια προς τον εαυτό, τον σύντροφο, τους φίλους, την κοινότητα, τα ζώα, τη φύση. Δε θεωρούν τη μη γονεϊκότητα στέρηση, αλλά επιλογή πληρότητας. Διεκδικούν μια ζωή λιγότερο καταναγκαστική και περισσότερο αυθεντική. Και κυρίως καταργούν την ντροπή της επιλογής. Δεν απολογούνται που δε θέλουν παιδιά. Τιμούν την αλήθεια τους.
Το πιο σημαντικό είναι να αποδομήσουμε την ιδέα ότι η ζωή χωρίς παιδιά είναι «μισή». Γιατί μπορεί να είναι απολύτως πλήρης. Όταν η απόφαση δεν έχει ληφθεί από φόβο ή άρνηση, αλλά από ειλικρίνεια, ελευθερία και αγάπη, τότε είναι μια ζωή βαθιά ουσιαστική. Δεν είναι όλοι άνθρωποι γεννημένοι για να γίνουν γονείς. Και αυτό δεν είναι ούτε τραγικό, ούτε ντροπή. Είναι απλώς μια άλλη μορφή ζωής.
Και ίσως, σε έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπους που λειτουργούν στον αυτόματο πιλότο, εκείνοι που τολμούν να πουν «Σταματώ για λίγο για να δω τι θέλω πραγματικά», είναι αυτοί που φέρνουν την πραγματική αλλαγή. Γιατί κάνουν το πιο δύσκολο: Δεν αναπαράγουν, δεν αντιγράφουν. Δημιουργούν συνειδητά. Και αυτό, είναι μια νέα μορφή γονεϊκότητας προς τον εαυτό, προς τον κόσμο, προς το μέλλον!
