Το 2014, το μοντέλο Chara Delevingne πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά στο σινεμά, ενσαρκώνοντας την Αμερικανίδα Αμάντα Νοξ στην ταινία «The face of an angel» που βασιζόταν σε μια πραγματικά μυστήρια και σκοτεινή ιστορία που διαδραματίστηκε το 2007 στην περιφέρεια της Περούτζια της Ιταλίας.

Στις 2 Νοεμβρίου του 2007, η Αγγλίδα φοιτήτρια Μέρεντιθ Κέρτσερ βρέθηκε στο σπίτι που διέμενε, με τη συγκάτοικό της Αμάντα Νοξ και δύο ακόμα Ιταλίδες φοιτήτριες, δολοφονημένη και σεξουαλικά κακοποιημένη, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η κοπέλα ήταν γυμνή, σκεπασμένη με σεντόνι, με διαμπερή τομή στον λαιμό, ενώ γύρω της υπήρχαν τα εσώρουχά της. Ο Τζουλιάνο Μινίνι, εισαγγελέας της περιοχής, έφθασε στη σκηνή του εγκλήματος κι άρχισε να σχηματίζει μια θεωρία για το τι πραγματικά είχε συμβεί στην κοπέλα. Το σπασμένο παράθυρο του σπιτιού έδινε την εντύπωση ότι έγινε διάρρηξη. Όμως, το παράθυρο αυτό, βρισκόταν σε ύψος 10 μέτρων κι ήταν το μόνο εκτεθειμένο στον δρόμο, ενώ από το σπίτι δεν έλειπε κάτι. Το γεγονός, επίσης, ότι η κοπέλα ήταν σκεπασμένη με το σεντόνι τον έκανε να υποθέτει ότι στο έγκλημα συμμετείχε γυναίκα, καθώς, συνήθως, αυτό αποτελεί μια πράξη συμπόνιας που γίνεται από γυναίκα σε γυναίκα. Σε όλο το σπίτι, όμως, υπήρχαν ματωμένες πατημασιές μεγάλου μεγέθους που δε θα μπορούσαν ν’ ανήκουν γυναίκα. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δράστες ήταν, τουλάχιστον, μια γυναίκα κι ένας άνδρας. Άμεσα, οι υποψίες στράφηκαν στην Αμάντα Νοξ και στον φίλο της Ραφαέλ Σολεσίτο.

Η Αμάντα ήταν στην Ιταλία μόλις έξι εβδομάδες όταν δολοφονήθηκε η Κέρτσερ. Είχε ξεκινήσει να εργάζεται σε μπαρ της περιοχής κι εκεί γνώρισε τον Σολεσίτο. Όταν έγινε η δολοφονία της Κέρτσερ κλήθηκαν κι οι δύο να δώσουν καταθέσεις, αν και νόμιζαν ότι απλώς τους ζητούνταν πληροφορίες. Δε γνώριζαν, ακόμη, ότι θεωρούνταν ύποπτοι. Η Νοξ ανέφερε ότι το βράδυ του φόνου εκείνη βρισκόταν στο σπίτι του Ραφαέλ Σολεσίτο. Για την ημέρα που ανακαλύφθηκε το πτώμα της Κέρτσερ, η Νοξ ανέφερε ότι γύρισε στο σπίτι μετά από τη διανυκτέρευσή της κι αφού έκανε μπάνιο, διαπίστωσε κάποια σημάδια αίματος στο χαλί και στον νιπτήρα κι επέστρεψε έντρομη στον Σολεσίτο όπου και κάλεσαν την αστυνομία, που πήγε στο σπίτι των κοριτσιών κι ανακάλυψε τη νεκρή Κέρτσερ. Η αστυνομία δεν πίστεψε τα λεγόμενά της.

Η συμπεριφορά του ζευγαριού μετά το έγκλημα δεν ήταν αυτό που θα περίμενε κάποιος. Στο αστυνομικό τμήμα, ήταν πολύ διαχυτικοί, ενώ γελούσαν ο ένας με τις γκριμάτσες του άλλου, σαν να μην είχε μόλις ανακαλυφθεί το πτώμα μιας νέας κοπέλας που γνώριζαν καλά. Οι έρευνες στράφηκαν στην ερωτική ζωή της Νοξ, καθώς οι Αμερικανίδες φοιτήτριες στην Ιταλία ακολουθούνταν από το στερεότυπο ότι κάνουν έξαλλη ζωή. Η πλούσια σεξουαλική ζωή της Αμάντα θεωρήθηκε, με βάση τον Μινίνι, σοβαρός λόγος για να εξεταστεί το κατά πόσο το έγκλημα θα μπορούσε να βασίζεται σε σεξουαλικά κίνητρα. Ταυτόχρονα, ο Σολεσίτο άρχισε να αποδυναμώνει την υποστήριξή του στην Αμάντα, λέγοντας ότι το βράδυ που ήταν μαζί της, υπήρχαν στιγμές που αποκοιμιόταν κι άρα δεν μπορούσε να γνωρίζει απόλυτα τι έκανε εκείνη. Αν κι αργότερα αναδιπλώθηκε, η δήλωσή του αυτή είχε προκαλέσει ρωγμή στο άλλοθι της Νοξ. Επιπρόσθετα, ένα μαχαίρι κουζίνας το οποίο ταίριαζε μ’ αυτό που θα μπορούσε να έχει δολοφονηθεί η Κέρτσερ, βρέθηκε στο σπίτι του έχοντας επάνω δακτυλικά αποτυπώματα της Νοξ.

Στις έρευνες της αστυνομίας ενεπλάκη και το αφεντικό της Νοξ, ο Πάτρικ Λουμούμπα, καθώς το βράδυ της δολοφονίας είχαν ανταλλάξει μηνύματα, ενώ στο σπίτι των κοριτσιών είχαν βρεθεί τρίχες μαλλιών από ανήκαν σε μαύρο άνδρα. Ο Λουμούμπα ήταν μαύρος κι οι δυο τους αντιμετωπίστηκαν ως συνεργοί. Η αστυνομία πίεσε πολύ την Αμάντα να ομολογήσει. Στην ομολογία που έφερε την υπογραφή της, ανέφερε οτι αφού είχε καπνίσει μαριχουάνα, οδήγησε στο σπίτι της τον Λουμούμπα, γιατί της είχε εκμυστηρευτεί ότι ήθελε την Κέρτσερ. Τον άκουσε να τη βιάζει και να της αφαιρεί τη ζωή, χωρίς να παρέμβει. Υπέγραψε την ομολογία, παρ’ ότι ήταν γραμμένη στα ιταλικά, γεγονός που αποτέλεσε στοιχείο υπεράσπισης για τη Νοξ, υπό την έννοια ότι δεν αντιλήφθηκε το τι υπέγραψε. Λίγες μέρες αργότερα, η Νοξ, ο Σολεσίτο κι ο Λουμούμπα συλλαμβάνονται για τον φόνο.

Και τότε άρχισαν οι ρωγμές στη στήριξη της κατηγορίας. Στο δωμάτιο που βρέθηκε νεκρή η Κέρτσερ δεν υπήρχε το DNA, ούτε δακτυλικά αποτυπώματα κανενός από τους τρεις, ενώ οι τρίχες που βρέθηκαν δεν ανήκαν στον Λουμούμπα. Τα αποτυπώματα παπουτσιών δεν ταίριαζαν σε κανέναν. Επτά, μάρτυρες, επίσης, ανέφεραν ότι είδαν τον Λουμούμπα στο μαγαζί του την ώρα που υπολογίστηκε ότι είχε γίνει το έγκλημα, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος. Τα αποτυπώματα στο σημείο του εγκλήματος διαπιστώθηκε ότι ανήκαν σε γνωστό στην αστυνομία διαρρήκτη της περιοχής, τον Ρούντι Γκουέντε. Ο Γκουέντε γνώριζε τα αγόρια που έμεναν στο από κάτω διαμέρισμα στο κτίριο όπου έμεναν οι φοιτήτριες, ενώ είχε μεταβεί στη Γερμανία το πρωί που ανακαλύφθηκε το πτώμα της Κέρτσερ, έχοντας την κατοχή του μαχαίρι όμοιο με το όπλο του εγκλήματος. Καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκιση ως συνεργός.

Τα Μέσα, τότε στράφηκαν στη Νοξ και ξεκίνησε ένα διασυρμός που επιβάρυνε πολύ την ψυχολογία της. Έναν χρόνο μετά τον φόνο, ξεκίνησε η δίκη της Νοξ και του Σολεσίτο. Η κατηγορία υποστήριξε ότι η Κέρτσερ υπήρξε το θύμα ενός διεστραμμένου ερωτικού παιχνιδιού το οποίο εμπνεύστηκε η Νοξ και το εκτέλεσαν ο Σολεσίτο κι ο Γκουέντε. Αυτή ήταν και που στράφηκε εναντίον της Κέρτσερ. Στις 4 Δεκεμβρίου του 2009, βγήκε η απόφαση που καταδίκασε τη Νοξ σε 26 χρόνια και τον Σολεσίτο σε 25 χρόνια φυλάκισης.

Η έρευνα για την υπόθεση, μετά από παρεμβάσεις Αμερικανών, αμφισβητήθηκε κι επαναξιολογήθηκε. Το 2011, η Νοξ κι ο Σολεσίτο αθωώθηκαν σε δεύτερο βαθμό, μετά από εφέσεις που ακολούθησαν. Η απόφαση ακυρώθηκε από το ανώτατο δικαστήριο τον Μάρτιο του 2013 κι η Νοξ επέστρεψε στις Η.Π.Α. Δέκα μήνες, αργότερα, το εφετείο της Φλωρεντίας επικύρωσε την αρχική καταδικαστική απόφαση του 2009 με τη Νοξ να ασκεί και πάλι έφεση. Τον Μάρτιο του 2015, το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας έκρινε αθώους, τόσο την ίδια, όσο και τον Σολεσίτο με τον οποίο πλέον δεν είχαν καμία επαφή.

Η σκοτεινή αυτή ιστορία είναι, για πολλούς, ακόμη άλυτη, καθώς δεν έχουν πειστεί για την αθωότητα της Νοξ και υπάρχει η άποψη ότι η τελευταία ετυμηγορία είναι αποτέλεσμα κακής αντιμετώπισης κι έρευνας από την πλευρά της ιταλικής αστυνομίας και του δικαστικού σώματος. Και μάλλον ποτέ δε θα μπορέσουμε να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη το μοιραίο εκείνο βράδυ, καθώς μόνο η ίδια η Νοξ γνωρίζει την ακριβή αλήθεια. Η ιστορία έχει προκαλέσει όλα αυτά τα χρόνια έντονο ενδιαφέρον, με αρκετά ντοκιμαντέρ να αφορούν την υπόθεση με κορυφαίο όλων το ομότιτλο που μπορεί κανείς να βρει στο Netflix. Η ίδια η Αμάντα Νοξ, ασχολείται πλέον με τη συγγραφή, είναι παντρεμένη με τον συγγραφέα Κρίστοφερ Ρόμπινσον κι έχει ένα παιδί, περίπου, δύο ετών.

Συντάκτης: Σοφία Γουρνά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου