Δεν έφτιαξα ποτέ κάρτες με καρδούλες για σένα, δεν κράτησα ποτέ το χέρι σου στο δρόμο, δε σε είδα να με κοιτάς με εκείνο το βλέμμα που λένε πως έχουν μόνο οι μάνες. Δε σε είχα ποτέ. Και δε με είχες πότε. Όχι επειδή δεν μπορούσες. Επειδή δεν ήθελες. Όλοι λένε να συγχωρούμε. Λένε πως οι γονείς κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Πως αν δεν ήταν εκεί, κάτι θα τους εμπόδιζε. Πως κάποια στιγμή πρέπει να αφήσουμε τον θυμό και να προχωρήσουμε. Όμως κανείς δε μιλάει για εμάς που μείναμε πίσω, όχι ορφανοί από κάποια τραγωδία, αλλά από αδιαφορία. Που μεγαλώσαμε με τη σιωπή, το κενό και μια φωτογραφία (ίσως) σε κάποιο συρτάρι. Εμείς δεν έχουμε γράμμα να σου δώσουμε σήμερα, μόνο ερωτήματα και σφιγμένα δόντια.

Μου λείπεις, μα όχι εσύ. Μου λείπει η ιδέα σου. Το ποια θα μπορούσες να είσαι. Το ποια θα μπορούσα να είμαι κι εγώ, αν σε είχα. Όμως δεν ήσουν. Και το κενό που άφησες δε γέμισε ποτέ. Μόνο βαραίνει. Έγινες σκιά πριν γίνεις ανάμνηση. Και τελικά, έγινες παρελθόν χωρίς να είσαι ποτέ παρόν. Μου είπαν πως πέθανες. Πως «έφυγες». Μου το είπαν σχεδόν ψιθυριστά, λες και ήσουν κάτι ιερό, κάτι θλιβερό, κάτι που δεν αγγίζουμε. Μα για μένα δεν ήσουν ποτέ κάτι. Πώς να πενθήσω κάποιον που δε γνώρισα; Πώς να θρηνήσω μια αγκαλιά που δεν πήρα; Αν έκλαψα, ήταν από θυμό. Για όλα αυτά που δεν έγιναν. Για όλα όσα δε μου έδωσες. Για όλα όσα δεν ήσουν.

Εμείς που μεγαλώσαμε χωρίς τη μητέρα μας, όχι επειδή μας την πήρε η ζωή, αλλά επειδή εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα, μάθαμε να στεκόμαστε μόνοι μας νωρίς. Σφίγγουμε τα δόντια μπροστά στις φωτογραφίες άλλων οικογενειών, και λέμε «δεν πειράζει» λίγο πιο συχνά απ’ όσο πρέπει. Αναπτύξαμε ένα ραντάρ για να εντοπίζουμε ποιοι μένουν και ποιοι φεύγουν. Γίναμε δυνατοί, αλλά όχι επειδή το διαλέξαμε, επειδή δεν είχαμε άλλη επιλογή. Και κάπου βαθιά μέσα μας  κουβαλάμε πάντα εκείνο το αναπάντητο γιατί.

Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν με σκέφτηκες ποτέ. Έστω μια φορά. Αν είδες κάπου μια κοπέλα με πράσινα μάτια και σκέφτηκες «Ίσως να της μοιάζει». Αν ένιωσες έστω και λίγες τύψεις. Αν ήθελες να με ψάξεις, αλλά δεν τόλμησες. Ή αν απλώς με ξέχασες. Αν η ύπαρξή μου ήταν κάτι που ήθελες να σβήσεις από τη δική σου ζωή, λες και δεν υπήρξα ποτέ. Λες και δεν ήμουν ποτέ το παιδί σου.

Μη με παρεξηγήσεις, δεν τα γράφω αυτά για να σε πληγώσω. Γράφω για να ελευθερωθώ. Γιατί η σιωπή γίνεται φυλακή όταν κρατάει χρόνια. Και κουβαλούσα τον θυμό μου σαν μυστικό, λες και ήταν δική μου ντροπή που εσύ έφυγες. Μα δεν είναι. Είναι δική σου. Εσύ δεν ήρθες. Εσύ δε ρώτησες. Εσύ δεν ήσουν εκεί όταν χρειαζόμουν κάποιον να μου δείξει πώς είναι να αγαπιέσαι άνευ όρων. Και από όταν έφυγες, όλοι λένε να σου ανάβω ένα κερί. Να σου πω καλό ταξίδι.  Μα πώς να ευχηθώ καλό ταξίδι σε κάποιον που δεν μπήκε ποτέ στη διαδρομή της ζωής μου;

Πριν δυο μέρες, ήταν η Μέρα της Μητέρας. Και εγώ έγραψα αυτό το κείμενο για σένα, τη μητέρα που δεν είχα. Για να πω πως δε σε συγχώρεσα. Και ίσως δε θα το κάνω ποτέ. Γιατί η συγχώρεση απαιτεί να αναγνωρίσεις τον πόνο σου. Και εσύ δεν ήσουν ποτέ εκεί για να τον δεις. Να τον ακούσεις. Να τον νιώσεις. Ίσως κάποια μέρα να μαλακώσω. Να αφήσω κάτι από αυτό το βάρος. Όχι για σένα,  για μένα. Όχι για να δικαιωθείς, αλλά για να ηρεμήσω εγώ. Όμως μέχρι τότε, θα λέω την αλήθεια μου. Θα λέω πως μια μητέρα δεν είναι μόνο βιολογία. Είναι παρουσία. Είναι απόφαση. Είναι φροντίδα. Κι εσύ δεν ήσουν τίποτα από αυτά.

Δε σε συγχωρώ λοιπόν, γιατί έκανες τη λέξη «μαμά» στα χείλη μου να μοιάζει πάντα λάθος.

Συντάκτης: Ιόλη Ντόκου