Υπάρχουν στιγμές που δεν πάει τίποτα όπως θα θέλαμε. Νιώθουμε κενοί, μπερδεμένοι, κουρασμένοι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Και τότε, χωρίς να το καταλάβουμε, πιάνουμε ένα πανί και τρίβουμε με μανία τον νεροχύτη, βάζουμε τα ρούχα σε χρωματική σειρά και καθαρίζουμε το συρτάρι με τα καλώδια που έχει να ανοίξει από το 2014. Δεν πρόκειται για κάποιο ξαφνικό πάθος για καθαριότητα, είναι κάτι άλλο. Ο καθαρισμός του εξωτερικού χώρου γίνεται, χωρίς να το συνειδητοποιούμε πάντα, μια προσπάθεια να βάλουμε τάξη στο εσωτερικό μας χάος.

Η Marie Kondo της ψυχής, ναι, αυτή που υπάρχει μέσα σε όλους μας, εμφανίζεται όταν τα πράγματα μέσα μας μπερδεύονται. Όταν οι σκέψεις, οι φόβοι και οι απογοητεύσεις αρχίζουν να στοιβάζονται σαν άπλυτα σε μια γωνία του μυαλού, η πράξη του καθαρισμού αποκτά ψυχολογική λειτουργία, γίνεται συμβολική. Η ακαταστασία επιβαρύνει τη γνωστική μας ικανότητα, γιατί ο εγκέφαλος πρέπει να επεξεργαστεί περισσότερα ερεθίσματα. Με λίγα λόγια, το μυαλό μπουκώνει. Αντίθετα, όταν ο χώρος είναι τακτοποιημένος, ο εγκέφαλος λειτουργεί πιο καθαρά και πιο αποτελεσματικά. Άρα, όταν καθαρίζουμε το σπίτι, στην πραγματικότητα καθαρίζουμε το κεφάλι μας — ή τουλάχιστον το προσπαθούμε.

Όταν νιώθουμε άδειοι ή χαμένοι, η ζωή μοιάζει ανεξέλεγκτη. Οι άνθρωποι, οι καταστάσεις, τα συναισθήματα, όλα φαίνονται να κινούνται χωρίς εμάς. Ο καθαρισμός, τότε, γίνεται ένας τρόπος να ανακτήσουμε τον έλεγχο. «Μπορεί να μην μπορώ να ελέγξω τη ζωή μου, αλλά μπορώ να ελέγξω αυτό το μπάνιο!» λέει η εσωτερική φωνή μας, πριν αρχίσουμε να τρίβουμε τα πλακάκια με την αποφασιστικότητα ενός στρατηγού.

Σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια Rachel Hoffman, αυτή η συμπεριφορά συνδέεται με την ανάγκη του ανθρώπου να επαναφέρει μια αίσθηση σταθερότητας. Ο έλεγχος του περιβάλλοντος γίνεται υποκατάστατο του ελέγχου του συναισθήματος. Είναι σαν να λέμε στον εαυτό μας «Μπορεί να είμαι συναισθηματικό χάος, αλλά τουλάχιστον το πάτωμα αστράφτει.»

Ας μην ξεχνάμε και τη βιοχημεία της υπόθεσης. Ο εγκέφαλος επιβραβεύει την τάξη. Όταν ολοκληρώνουμε μια μικρή, σαφή εργασία, όπως το να τακτοποιήσουμε ένα ράφι ή να σκουπίσουμε, απελευθερώνεται ντοπαμίνη, η ορμόνη της ευχαρίστησης και της ανταμοιβής. Αυτή η μικρή δόση επιτυχίας κάνει θαύματα στη διάθεση. Και επειδή το κενό μέσα μας συχνά συνδέεται με την απώλεια νοήματος ή την αίσθηση αποτυχίας, κάθε φορά που τελειώνουμε ένα δωμάτιο είναι σαν να ολοκληρώνουμε μια μικρή αποστολή αυτοφροντίδας. Ο καθαρισμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο ψυχολογική μεταφορά, είναι και χημική ένεση αισιοδοξίας.

Σε πολλούς πολιτισμούς, το καθάρισμα έχει τελετουργικό χαρακτήρα. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, υπάρχει το έθιμο του osoji, ο μεγάλος καθαρισμός πριν το νέο έτος, που συμβολίζει το κλείσιμο των παλιών κύκλων και την ανανέωση. Στην Ορθόδοξη παράδοση, η έννοια της κάθαρσης — σωματικής και πνευματικής — είναι βαθιά ριζωμένη, η καθαριότητα ταυτίζεται με τη λύτρωση. Όταν λοιπόν πιάνουμε το ξεσκονόπανο σε μια στιγμή εσωτερικού κενού, ουσιαστικά επιτελούμε ένα προσωπικό τελετουργικό επανασύνδεσης. Δεν είναι απλώς νοικοκυριό, είναι ψυχική πράξη. Ίσως γι’ αυτό το να πλένουμε τα πιάτα μετά από έναν χωρισμό μοιάζει με μικρό μνημόσυνο. Καθαρίζεις, αποχαιρετάς, αφήνεις πίσω.

Φυσικά, υπάρχει και η κωμική πλευρά. Ποιος δεν έχει πιάσει τον εαυτό του να καθαρίζει το ψυγείο στις δύο το πρωί επειδή νιώθει ότι πρέπει να κάνει κάτι παραγωγικό; Ή να οργανώνει τη βιβλιοθήκη με βάση το ύψος των βιβλίων αντί για το περιεχόμενο; Είναι σχεδόν ειρωνικό: όσο πιο άδειοι νιώθουμε, τόσο περισσότερο θέλουμε να γεμίσουμε το κενό με σαπούνι και οργάνωση. Η ψυχολογία το εξηγεί απλά: πρόκειται για μηχανισμό άμυνας. Αντί να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματα, τα ξεσκονίζουμε. Είναι πιο εύκολο να πλύνεις το πάτωμα παρά να πεις δυνατά «είμαι μόνος μου». Αλλά κάπως, μέσα από αυτή τη διαδικασία, γίνεται η αρχή. Καθώς τα χέρια κινούνται μηχανικά, το μυαλό αρχίζει να καθαρίζει κι αυτό. Το πάτωμα λάμπει και, αν είμαστε τυχεροί, λάμπει λίγο και το μέσα μας.

Οι ψυχοθεραπευτές συχνά ενθαρρύνουν το mindful cleaning, δηλαδή τον καθαρισμό με επίγνωση. Όχι σαν υποκατάστατο της ψυχοθεραπείας, αλλά σαν πρακτική γείωσης. Το να σκουπίζεις αργά, να προσέχεις το νερό που τρέχει, τη μυρωδιά του καθαριστικού, τους ήχους γύρω σου, σε φέρνει στο παρόν. Όταν νιώθουμε άδειοι, συνήθως ζούμε είτε στο παρελθόν είτε σε ένα φοβισμένο μέλλον. Ο καθαρισμός, όσο απλό κι αν φαίνεται, μπορεί να σε προσγειώσει στο τώρα. Και αυτό, ψυχολογικά, είναι θεραπευτικό.

Φυσικά, δεν πρέπει να την εξιδανικεύουμε. Αν κάθε φορά που στεναχωριέσαι καταλήγεις να γυαλίζεις τα παράθυρα με εμμονή, ίσως το καθάρισμα να είναι περισσότερο άμυνα παρά ίαση. Όπως σε όλα, η ισορροπία είναι το κλειδί. Ο χώρος μας αντικατοπτρίζει την ψυχή μας, αλλά δεν την αντικαθιστά. Αντί να σκουπίζουμε απλώς τη θλίψη κάτω από το χαλί, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το καθάρισμα σαν εφαλτήριο, ένα πρώτο, πρακτικό βήμα που θα μας φέρει πιο κοντά στο να δούμε τι πραγματικά λείπει.

Ίσως λοιπόν δεν καθαρίζουμε επειδή αγαπάμε την καθαριότητα, αλλά επειδή επιθυμούμε τη διαύγεια. Το ξεσκόνισμα γίνεται εσωτερική πράξη τακτοποίησης. Και αν στο τέλος της ημέρας η κουζίνα λάμπει και το μυαλό νιώθει λίγο πιο ήρεμο, τότε κάτι κερδίσαμε.

Γιατί, στο κάτω-κάτω, το να καθαρίζεις όταν νιώθεις άδειος είναι ένας τρόπος να θυμίσεις στον εαυτό σου ότι μπορείς ακόμα να δημιουργήσεις τάξη, ομορφιά και φροντίδα — έστω κι αν ξεκινάς από έναν βρώμικο νεροχύτη. Και αν τίποτα άλλο δεν πετύχει, τουλάχιστον θα έχεις ένα σπίτι τόσο καθαρό που η μελαγχολία θα ντρέπεται να κάτσει μέσα.

Συντάκτης: Ιόλη Ντόκου