Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή πολλών ανθρώπων που κοιτάζουν πίσω και συνειδητοποιούν «τελικά δεν είμαι πια αυτό που με έμαθαν να είμαι». Δε σημαίνει απαραίτητα ότι απαρνούνται την οικογένεια ή ότι απορρίπτουν όλα όσα έλαβαν από αυτή, απλά σημαίνει ότι η προσωπική τους εξέλιξη τους οδηγεί σε δρόμους διαφορετικούς από εκείνους που τους είχαν χαράξει οι γονείς, οι συγγενείς, η κοινότητα. Και τότε γεννιέται ένα συναίσθημα περίπλοκο, δύσκολο να ειπωθεί δυνατά: η ντροπή.

Η ντροπή αυτή δεν είναι απλή. Δε μοιάζει με το αίσθημα που νιώθει κανείς όταν κάνει ένα λάθος μπροστά σε άλλους. Είναι πιο βαθιά ριζωμένη. Σχετίζεται με την αίσθηση ότι προδίδεις κάτι ιερό, την οικογενειακή ταυτότητα, τις αξίες που σε μεγάλωσαν, τον τρόπο του σπιτιού σου. Όταν οι επιλογές, οι ιδέες ή το στυλ ζωής σου δεν ταυτίζονται με εκείνα των δικών σου ανθρώπων, μπορεί να σε κατακλύσει η εντύπωση ότι απομακρύνεσαι από τις ρίζες σου, ότι χάνεις την αποδοχή τους ή ακόμα χειρότερα, ότι τους ντροπιάζεις.

Η οικογένεια είναι το πρώτο πλαίσιο ταυτότητας. Εκεί μαθαίνουμε τι θεωρείται σωστό και τι λάθος, τι είναι επιθυμητό και τι ανεπίτρεπτο, πώς πρέπει να σκεφτόμαστε, να ντυνόμαστε, να μιλάμε, να ονειρευόμαστε. Ακόμα και οι πιο ανοιχτόμυαλες οικογένειες θέτουν, έστω άρρητα, ένα πλαίσιο. Όταν το παιδί μεγαλώνει, η ανάγκη του για αυτονομία το ωθεί να δοκιμάσει τα όρια αυτού του πλαισίου. Αν αυτά τα όρια είναι πολύ στενά ή αν το ίδιο το άτομο έχει διαφορετικές κλίσεις, τότε η πορεία του το φέρνει σε αντίθεση με το οικογενειακό καλούπι. Και εκεί ακριβώς γεννιέται η ντροπή, από το χάσμα ανάμεσα στο «πώς με μεγάλωσαν να είμαι» και στο «ποιος γίνομαι στην πραγματικότητα».

Οι προσδοκίες της οικογένειας είναι συχνά σιωπηλές αλλά βαριές. Μπορεί να είναι επαγγελματικές «να σπουδάσεις γιατρός, όπως ο πατέρας σου», κοινωνικές «να κάνεις οικογένεια νωρίς, να μείνεις κοντά μας», ακόμα και ιδεολογικές ή θρησκευτικές. Όταν ένας άνθρωπος διαλέγει άλλον δρόμο, δεν αισθάνεται μόνο ότι απογοητεύει. Νιώθει ότι αμφισβητεί την ίδια την ταυτότητα της οικογένειας. Και αυτό είναι βαρύ φορτίο. Σε πολλές περιπτώσεις, η ντροπή αυτή δεν εκφράζεται ανοιχτά. Φοράει άλλα πρόσωπα: ενοχές, μυστικότητα, προσπάθεια να κρύβεις πτυχές της ζωής σου, υπερβολικό άγχος να δικαιολογήσεις τις επιλογές σου. Ένας νέος που ακολουθεί καλλιτεχνική πορεία αντί για μια ασφαλή δουλειά μπορεί να αισθάνεται διαρκώς την ανάγκη να αποδεικνύει την αξία του. Μια γυναίκα που δε θέλει να κάνει παιδιά, ενώ προέρχεται από μια οικογένεια που ταυτίζει την ολοκλήρωση με τη μητρότητα, μπορεί να νιώθει ότι κουβαλά μια σκιά ντροπής, σαν να στερεί κάτι από τους δικούς της.

Εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Οι περισσότερες οικογένειες θέλουν τα παιδιά τους να πάνε μπροστά, να ζήσουν καλύτερα. Ωστόσο, η εξέλιξη συχνά σημαίνει διαφοροποίηση. Δεν μπορείς να προχωρήσεις χωρίς να ξεμακρύνεις. Κι όμως, αυτό το φυσικό βήμα συχνά εκλαμβάνεται σαν προδοσία. Το παράδοξο είναι πως η ίδια η εξέλιξη που κάνει περήφανους τους γονείς μπορεί ταυτόχρονα να τους φοβίζει ή να τους πληγώνει. Έτσι, το παιδί-ενήλικας εγκλωβίζεται σε μια διπλή εμπειρία. Προχωρά, αλλά ντρέπεται που προχωρά διαφορετικά.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το κοινωνικό πλαίσιο. Σε μικρές κοινωνίες ή σε παραδοσιακά περιβάλλοντα, η οικογένεια συχνά δε ζει μόνη αλλά μέσα σε ένα βλέμμα συνεχούς αξιολόγησης από τους άλλους. Όταν ένα μέλος παρεκκλίνει, η οικογένεια μπορεί να το βιώνει ως ντροπή στα μάτια της κοινότητας. Αυτή η συλλογική ντροπή μεταφέρεται στο ίδιο το άτομο. Και τότε η προσωπική του επιλογή μοιάζει σαν βάρος που κουβαλάει ολόκληρο το σόι.

Παρόλο που η ντροπή αυτή είναι επώδυνη, μπορεί να γίνει και αφετηρία αυτογνωσίας. Σε ωθεί να ρωτήσεις «Μα γιατί ντρέπομαι; Μήπως επειδή πράγματι κάνω κάτι λάθος ή επειδή συγκρούομαι με μια προσδοκία που δε με εκφράζει;» Αυτές οι ερωτήσεις είναι δύσκολες, αλλά ανοίγουν τον δρόμο για ουσιαστική ωριμότητα. Να μεγαλώνεις αλλιώς σημαίνει να τολμάς να πάρεις την ευθύνη για την ταυτότητά σου. Η ντροπή που αρχικά μοιάζει σαν σκιά μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο· δείχνει πού ακριβώς βρίσκεται η τομή ανάμεσα στον εαυτό και το οικογενειακό παρελθόν.

Το να μην ταιριάζεις πια με τον τρόπο που σε μεγάλωσαν δε σημαίνει απαραίτητα ρήξη. Μπορεί να σημαίνει νέα ισορροπία. Χρειάζεται διάλογος, κατανόηση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποδοχή της απόστασης. Δεν είναι όλες οι οικογένειες έτοιμες να αγκαλιάσουν τη διαφορετικότητα, όμως με τον χρόνο συχνά αναγνωρίζουν ότι η ευτυχία του παιδιού έχει μεγαλύτερη σημασία από την τυφλή συμμόρφωση. Για το ίδιο το άτομο, η υπέρβαση της ντροπής σημαίνει να αποδεχθεί ότι δεν μπορεί να ζήσει για να επιβεβαιώνει τις προσδοκίες άλλων. Σημαίνει να κατανοήσει ότι η αγάπη δεν πρέπει να είναι όρος συμμόρφωσης, αλλά χώρος ελευθερίας.

Αν δούμε το ζήτημα αντικειμενικά, η διαφοροποίηση από την οικογένεια δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Είναι αναπόφευκτη. Όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί, με δικά τους χαρίσματα, επιθυμίες και ορίζοντες. Η ντροπή που συχνά τη συνοδεύει δεν είναι εγγενής, είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και οικογενειακών προσδοκιών. Στην πραγματικότητα, η πορεία του καθενός δε μειώνει ούτε ακυρώνει τη γενιά που τον έφερε στον κόσμο. Απλώς γράφει τη συνέχεια της ιστορίας με διαφορετικό τρόπο.

Η ντροπή του να μεγαλώνεις αλλιώς από την οικογένειά σου είναι ένα συναίσθημα υπόγειο, δύσκολο, μα και βαθιά ανθρώπινο. Κουβαλά το παράπονο της απόστασης αλλά και την ελπίδα της ελευθερίας. Όσο κι αν πονά, είναι κομμάτι της διαδρομής προς την αυθεντικότητα. Κανείς δε γεννιέται για να μείνει ίδιος με τους γονείς του. Το ζητούμενο δεν είναι να σβήσουμε τις ρίζες μας, αλλά να μάθουμε να ανθίζουμε με τον δικό μας τρόπο. Κι αν στην πορεία νιώσουμε ντροπή, ας θυμόμαστε: η ντροπή δεν είναι απόδειξη ότι προδώσαμε, αλλά ότι προχωράμε σε αχαρτογράφητα νερά. Και μόνο όποιος τολμά να πάει πέρα από το γνώριμο βρίσκει τελικά τον πραγματικό του εαυτό.

Συντάκτης: Ιόλη Ντόκου