Δε χρειάζεται πάντα μια φωνή για να είναι κακοποίηση. Υπάρχει και μια άλλη, πιο ύπουλη μορφή βίας, και είναι αυτή που δεν ακούγεται — αυτή που κρύβεται πίσω από χαμόγελα, αποστάσεις και δήθεν επαγγελματισμό. Η σιωπηλή παρενόχληση στον χώρο εργασίας είναι μια πραγματικότητα που πολλοί άνθρωποι βιώνουν χωρίς να μπορούν να την εξηγήσουν ακριβώς. Καταλαβαίνουν απλά πως κάτι μέσα τους αρχίζει να σπάει.

Η σιωπηλή παρενόχληση δεν έχει πάντα τη μορφή φωνών, προσβολών ή ξεκάθαρης λεκτικής επίθεσης. Αντιθέτως, εκδηλώνεται μέσα από παρατεταμένη απομόνωση, υποτίμηση με το γάντι, μισόλογα, ειρωνικά χαμόγελα και παγωμένες σιωπές. Μπορεί να είναι η συστηματική αδιαφορία ενός προϊσταμένου, η εξαίρεση από ομαδικές αποφάσεις, η αόρατη τοποθέτηση του εργαζόμενου εκτός κύκλου. Είναι η στιγμή που μπαίνεις στο γραφείο και το κλίμα αλλάζει. Που σε κοιτούν χωρίς να σε βλέπουν και σε κάνουν να αισθάνεσαι πως δεν ανήκεις εκεί — χωρίς όμως να σου λένε το γιατί. Είναι μια μορφή ψυχολογικού πολέμου που τρέφεται από την απόσταση και το ανείπωτο.

Σε αντίθεση με την άμεση παρενόχληση, η αναγνώριση είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Γιατί, όταν κάποιος δε σου φωνάζει, δε σε αγγίζει, δε σε βρίζει, μπορείς εύκολα να αρχίσεις να αμφισβητείς τον εαυτό σου. «Μωρέ, μήπως υπερβάλλω; Μήπως απλά δε με συμπαθεί;». Οι ενδείξεις όμως μιλούν από μόνες τους. Η παρενόχληση αρχίζει συνήθως με μικρές, ύπουλες μετατοπίσεις. Σε αφήνουν εκτός, αγνοούν τις ιδέες σου ή αποδίδουν τη δουλειά σου σε άλλους, σου αναθέτουν καθήκοντα χωρίς νόημα ενώ σε αποκλείουν από σημαντικά projects. Το κλίμα γίνεται ψυχρό, οι συνάδελφοι σταματούν να σου μιλάνε και η παρουσία σου γίνεται σιγά-σιγά αόρατη. Άλλες φορές σε επαινούν και σε κάνουν να νιώθεις απαραίτητος, και μετά σε υποτιμούν χωρίς εξήγηση. Μια συνεχής εναλλαγή που σε κρατά σε ένταση και αμφιβολία, εγκλωβίζοντάς σε, σε έναν κύκλο ανασφάλειας. Το πιο σκληρό; Όλα αυτά δεν καταγράφονται πουθενά. Δεν υπάρχουν screenshots ή ηχογραφήσεις. Μόνο η αίσθηση πως χάνεις την αυτοπεποίθησή σου.

Η συγκεκριμένη μορφή παρενόχλησης είναι επικίνδυνη, διότι δε φαίνεται— κι αυτό την κάνει εξαιρετικά τοξική. Ο εργαζόμενος δεν μπορεί εύκολα να τη δηλώσει, να τη στηρίξει ή να ζητήσει βοήθεια, γιατί δεν υπάρχει κάτι χειροπιαστό. Το αποτέλεσμα είναι να μένει μόνος του απέναντι στην αμφιβολία, να εσωτερικεύει το πρόβλημα και να καταρρέει ψυχολογικά. Και η μακροχρόνια έκθεση σε τέτοιες συνθήκες δεν είναι απλώς κουραστική· είναι ψυχοφθόρα. Σιγά-σιγά το άγχος και η υπερένταση γίνονται μόνιμοι σύντροφοι, η αυτοεκτίμηση μειώνεται και η συγκέντρωση διαλύεται. Σταματάς να κοιμάσαι καλά και το σώμα αρχίζει να αντιδρά μαζί με το μυαλό, που αρχίζει να αμφισβητεί ακόμα και την ίδια του την αξία. Ώσπου έρχεται η επαγγελματική εξουθένωση (το γνωστό burnout) ή ακόμη και πιο βαθιά καταθλιπτικά συμπτώματα, γιατί αισθάνεσαι παγιδευμένος σε ένα περιβάλλον που σε φθείρει αθόρυβα. Και το χειρότερο είναι πως χτίζει μια κουλτούρα φόβου, καθώς και οι υπόλοιποι συνάδελφοι βλέπουν τι συμβαίνει και δε μιλάνε, γιατί κανείς δε θέλει να είναι ο επόμενος στόχος. Έτσι, η σιωπή γίνεται συνενοχή και το πρόβλημα εξαπλώνεται.

Τι μπορούμε να κάνουμε όμως; Η αντιμετώπιση απαιτεί ψυχραιμία, παρατήρηση και καθαρά όρια. Μπορείς να ξεκινήσεις καταγράφοντας τα περιστατικά — με ημερομηνίες και λεπτομέρειες. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν κραυγαλέες αποδείξεις, η συνέπεια ενός μοτίβου μπορεί να μιλήσει από μόνη της. Ζήτα υποστήριξη από κάποιον που εμπιστεύεσαι— έναν συνάδελφο, φίλο ή ειδικό ψυχικής υγείας. Γιατί η επιβεβαίωση του «όχι, δεν το φαντάζεσαι» μπορεί να σε στηρίξει βαθιά. Μην απομονώνεσαι, γιατί η παρενόχληση τρέφεται από τη μοναξιά. Κράτα επαφή με ανθρώπους εκτός δουλειάς και υπενθύμιζε στον εαυτό σου ποιος είσαι πέρα από το επάγγελμά σου. Αν νιώθεις πως μπορείς, μίλα — όμως με στρατηγική. Εστίασε στα γεγονότα και όχι στις κατηγορίες, χρησιμοποιώντας ήπιο και σταθερό λόγο. Και αν τίποτα δεν αλλάξει, μη φοβηθείς να φύγεις. Δεν είναι παραίτηση· είναι πράξη αυτοπροστασίας. Γιατί καμία δουλειά δεν αξίζει περισσότερο από την ψυχική μας ηρεμία.

Πολλές φορές οι άνθρωποι που υφίστανται παρενόχληση δε φεύγουν αμέσως. Ελπίζουν πως θα περάσει, πως η κατάσταση θα αλλάξει, κι έτσι μέρα με τη μέρα συνηθίζουν το κενό και το αόρατο τείχος γύρω τους. Και η αποδοχή είναι επικίνδυνο στάδιο, γιατί όταν η σιωπή γίνεται κανονικότητα, η ψυχή παραιτείται. Η σιωπηλή παρενόχληση μπορεί να μη φαίνεται στις κάμερες ούτε να γράφεται στα συμβόλαια· είναι όμως κάτι που διαβρώνει τη ζωή, τη διάθεση και την αυτοεκτίμηση των ανθρώπων σιωπηλά. Και αν υπάρχει κάτι που τη νικά, είναι η ορατότητα. Να μιλήσεις, να τη γράψεις, να τη δείξεις. Να πεις δυνατά: «Δεν είναι εντάξει να με κάνουν να νιώθω έτσι».

Γιατί κάθε φορά που κάποιος σπάει τη σιωπή του, ένας χώρος εργασίας γίνεται λίγο πιο ανθρώπινος.

Συντάκτης: Ιόλη Ντόκου