Στη Γερμανία λοιπόν, επειδή άλλη δουλειά δεν είχαν, αποφάσισαν να βγάλουν πίνακα με τίτλο το «σωστό ποσό για χαρτζιλίκι» ανάλογα με την ηλικία του κάθε παιδιού. Έναν γενικό κανόνα δηλαδή, για το τι χρήματα πρέπει να λαμβάνει. Το Deutsches Jugendinstitut (DJI) δημοσίευσε τις νέες κατευθυντήριες γραμμές και οι Γερμανοί γονείς, με την ευλάβεια που θα είχαν μπροστά σε manual πλυντηρίου, μετρούν από εδώ και πέρα ευρώ και εβδομάδες. Ταυτόχρονα, στις γειτονιές της Ελλάδας, οι Ελληνίδες γιαγιάδες σκάνε στα γέλια τόσο δυνατά που τους φεύγει το κουλουράκι από το στόμα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, το χαρτζιλίκι στη χώρα μας δεν ήταν ποτέ υπόθεση πίνακα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν λοιπόν, στη Γερμανία τα παιδιά κάτω των 6 ετών παίρνουν 1 με 2 ευρώ τη βδομάδα. Στην ηλικία των 6-7 ετών ανεβαίνουμε στα 2-3 ευρώ. Τα 8-9χρονα παίρνουν 3-4 ευρώ την εβδομάδα, ενώ τα 10-11χρονων μπαίνουν στο “βαρύ πυροβολικό” των 15-25 ευρώ τον μήνα. Από εκεί και πάνω, μέχρι τα 18, τα ποσά ανεβαίνουν σιγά σιγά, φτάνοντας τα 55-75 ευρώ για τους ενήλικες νέους. Σκοπός, λέει, είναι να μάθουν τα παιδιά τη διαχείριση των χρημάτων και να αναπτύξουν οικονομική υπευθυνότητα. Ωραία ιδέα, πρακτική, λογική, δηλαδή όλα όσα στην ελληνική κουλτούρα του «πάρε ένα 20ρικο να πιεις έναν καφέ» ακούγονται σαν ανέκδοτο.
Γιατί, πώς να το πεις στη γιαγιά στο χωριό ότι το εγγονάκι της, 10 ετών, πρέπει να παίρνει 15 ευρώ τον μήνα; Θα σε κοιτάξει με απορία, θα σου γεμίσει το χέρι με ένα πορτοκαλί και θα σου πει «να πάρει και καμιά σοκολάτα και στον φίλο σου εάν θέλει, μη μας πουν τσιγκούνηδες». Γιατί η Ελληνίδα γιαγιά δεν ακολουθεί πίνακες. Έχει δικό της σύστημα μέτρησης, βαθιά ριζωμένο στην καρδιά και την τσάντα της το «πόσο σ’ αγαπάω» μεταφράζεται σε χρήματα που τα δίνει κρυφά μέσα σε χούφτες, κουλουράκια, ρέστα από τη λαϊκή και κέρματα που βρίσκεις στα πιο απίθανα μέρη.
Ενώ στη Γερμανία το χαρτζιλίκι είναι εκπαιδευτικό εργαλείο, στην Ελλάδα είναι συναισθηματική επένδυση. Οι Γερμανοί θέλουν να μάθει το παιδί να κάνει προϋπολογισμό, η Ελληνίδα γιαγιά θέλει να μάθει το παιδί ότι «να ‘χεις κάτι πάνω σου, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείς». Οι Γερμανοί υπολογίζουν ευρώ, εβδομάδες και ηλικίες. Ενώ οι Ελληνίδες γιαγιάδες υπολογίζουν βλέμματα, χαμόγελα και πόσο “καημένο” τους φάνηκε το παιδί εκείνη τη μέρα.
Η σύγκριση είναι απολαυστική. Στη Γερμανία θα σου πουν «το σωστό ποσό για παιδί 12 ετών είναι 25 ευρώ τον μήνα». Στην Ελλάδα, η γιαγιά θα σου πει «έλα μωρέ, πάρε ένα πενηντάρικο να ‘χεις κι άμα σου περισσέψουν, βάλε τα στον κουμπαρά σου». Αν τολμήσεις να της εξηγήσεις ότι «στη Γερμανία δίνουν λιγότερα», θα σου απαντήσει κάτι του τύπου «γι’ αυτό είναι όπως είναι, παιδάκι μου με το κομπιουτεράκι στο χέρι».
Βέβαια, πίσω από το χιούμορ, υπάρχει και μια ωραία αλήθεια. Οι Γερμανοί έχουν δίκιο στο ότι το χαρτζιλίκι είναι μάθημα ζωής. Διδάσκει αυτοέλεγχο, αξία του χρήματος, προγραμματισμό. Και οι Ελληνίδες γιαγιάδες, χωρίς να το ξέρουν, διδάσκουν κάτι εξίσου σημαντικό, δηλαδή, γενναιοδωρία, φροντίδα και τη μαγεία του «να δίνεις χωρίς να περιμένεις». Στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές προσπαθούν να φτιάξουν ενήλικες που θα εκτιμούν το χρήμα.
Οπότε, ναι, στη Γερμανία έχουν πίνακα για το σωστό χαρτζιλίκι. Εδώ έχουμε γιαγιάδες που δεν μπαίνουν σε πίνακες ούτε με σφαίρες. Γιατί για την Ελληνίδα γιαγιά, το χαρτζιλίκι δεν είναι ποσό, είναι πράξη αγάπης· είναι εκείνη η στιγμή που σου βάζει το χαρτονόμισμα στο χέρι και σου λέει «μην το πεις στη μαμά σου». Και μπορεί οι Γερμανοί να μαθαίνουν στα παιδιά τους να αποταμιεύουν, αλλά οι δικές μας γιαγιάδες μάς έμαθαν κάτι που δεν έχει τιμή: ότι πάντα, μα πάντα, υπάρχει ένα “να ‘χεις κάτι πάνω σου”.
Κι αν το χαρτζιλίκι είναι θέμα πολιτισμού, τότε ας παραδεχτούμε το εξής: εμείς μπορεί να μην ξέρουμε ποιο είναι το “σωστό ποσό”, αλλά ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει “δώσε απ’ την καρδιά σου”.
