Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς σωστό να πούμε ότι «Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων» είναι μια χριστουγεννιάτικη ταινία. Είναι όμως σίγουρα μια ταινία που διαδραματίζεται γύρω από τα Χριστούγεννα, αλλά στην πραγματικότητα μιλά για κάτι πιο βαθύ, πιο οικείο και πιο δύσκολο να το βάλεις σε λέξεις. Τη μνήμη, την απώλεια και εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία που κουβαλάμε όλοι όταν οι γιορτές μας θυμίζουν ανθρώπους που δεν είναι πια εδώ ή αυτούς τους ανθρώπους που μένουν μακριά αλλά είναι πάντα κοντά μας με ένα τηλέφωνο και μια ευχή.
Ίσως γι’ αυτό έχει γίνει τόσος ντόρος. Όχι γιατί είναι εντυπωσιακή ή «μεγάλη» με τον κλασικό κινηματογραφικό τρόπο, αλλά γιατί ακουμπάει ένα κοινό νεύρο. Μπαίνεις στην αίθουσα χαλαρός, σχεδόν έτοιμος για κάτι ζεστό και γνώριμο, και χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι να κρατάς την ανάσα σου.
Στην ελληνική εκδοχή του A Christmas Carol, ο ήρωας δε λέγεται Σκρουτζ αλλά Λυκούργος. Είναι ένας 80χρονος άνδρας, βαθιά μόνος και απόλυτα προσκολλημένος στη σκληρότητα που έχει χτίσει γύρω του. Ακόμη και τη στιγμή της κηδείας του στενού του συνεργάτη, δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια μικρή, συμβολική πράξη ιδιοτέλειας: παίρνει το μεταξένιο λευκό μαντίλι του νεκρού πριν τον αποχαιρετήσει. Από εκεί και πέρα, το πορτρέτο του ξεδιπλώνεται αργά αλλά ξεκάθαρα — ένας άνθρωπος που απεχθάνεται τις γιορτές, απορρίπτει κάθε μορφή φιλανθρωπίας και αντιμετωπίζει τη συμπόνια σαν αδυναμία.

Κατά τη διάρκεια της ταινίας, εμφανίζονται στον ύπνο του τρεις γνώριμες, στοιχειωμένες παρουσίες, που τον αναγκάζουν να κοιτάξει κατάματα τις επιλογές, τα λάθη και τις συνειδητές παραλείψεις του. Δεν πρόκειται απλώς για υπερφυσικά «φαντάσματα», αλλά για κομμάτια μιας ζωής που κάποτε είχε χώρο για γενναιοδωρία, παιδικότητα και συναίσθημα.
Η ταινία προσπαθεί να ενώσει το χαμένο ιδεώδες της αγνής καλοσύνης με τη μιζέρια που χαρακτηρίζει συχνά τις ντικενσιανές ιστορίες, χωρίς να εξωραΐζει τη σκοτεινή πλευρά τους. Και σε μια γεμάτη αίθουσα, οι φράσεις που ακούγονται κατά τη διάρκεια του έργου σε πιάνουν απροετοίμαστο. «Παππού, πάμε έξω να παίξουμε;», ακούγεται στον επίλογο, κι αναγνωρίζεις εκείνον τον γνώριμο ήχο, το ρούφηγμα της μύτης, όταν προσπαθείς μάταια να κρατήσεις τα δάκρυα μέσα σου.

Γιατί αυτή η ταινία μας έχει αγγίξει τόσο; Γιατί εκεί, μέσα σε λίγες λέξεις, χώρεσαν τα δικά μας Χριστούγεννα. Εκείνα τα παλιά, τα «μαγικά», με τους παππούδες μας παρόντες, με τις φωνές στο σπίτι, με το αίσθημα ότι ο χρόνος δε βιάζεται. Και ξαφνικά, χωρίς καμία υπερβολή, η ταινία σου θυμίζει ότι αυτά τα Χριστούγεννα υπάρχουν πια μόνο στη μνήμη.
Η δύναμη της ταινίας βρίσκεται ακριβώς εκεί, στη λιτότητά της. Δεν πιέζει το συναίσθημα, δεν το καθοδηγεί. Οι ερμηνείες είναι χαμηλόφωνες, σχεδόν καθημερινές, και τα κάλαντα δε λειτουργούν ως χαρούμενο background, αλλά σαν ήχος-κλειδί που ξεκλειδώνει αναμνήσεις. Είναι η χαρά που μπλέκεται με τη λύπη, η παιδικότητα που συναντά τη συνειδητοποίηση του χρόνου.

Γι’ αυτό και ο κόσμος βγαίνει από την αίθουσα αλλιώς απ’ ό,τι μπήκε. Όχι βαριά, αλλά ήσυχα. Σαν να θέλει λίγο χρόνο πριν μιλήσει. «Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων» δεν είναι ταινία για να την αναλύσεις φεύγοντας. Είναι ταινία για να τη νιώσεις και να την αφήσεις να σε ακολουθήσει ίσως μέχρι τις γιορτές, ίσως μέχρι μια ανάμνηση που νόμιζες πως είχες ξεχάσει.
Και τελικά, αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που όλοι μπαίνουν μέσα χαρούμενοι και βγαίνουν συγκινημένοι. Γιατί η ταινία δεν τους λέει κάτι καινούργιο τους θυμίζει κάτι δικό τους…
Σκηνοθεσία: Χρήστος Κανάκης
Πρωταγωνιστούν: Λώρης Λοϊζίδης, Γιάννης Μπέζος, Γιούλικα Σκαφιδά, Ορέστης Χαλκιάς
