Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που μπορεί να στείλει φωνητικό μήνυμα έξι λεπτών για το πώς «έχει πολλά να πει και δεν ξέρει από πού να ξεκινήσει». Αλλά αν της κάνεις κλήση, θα παγώσει σαν να της τηλεφωνεί η εφορία. Μια γενιά που μπορεί να εξομολογηθεί με βίντεο στο Instagram, να κάνει ανάλυση ψυχής στο TikTok, να στείλει “μου λείπεις” στις 03:17, αλλά μόλις δει την οθόνη να γράφει “Εισερχόμενη κλήση”, ξαφνικά θυμάται ότι έχει πλυντήριο ή κάτι που ξέχασε να κάνει προηγουμένως.

Καλώς ήρθες στη γενιά που φοβάται το κουδούνισμα πιο πολύ κι απ’ το ghosting από γκόμενο. Μπορούμε να γράψουμε κατεβατά για το πώς αισθανόμαστε, να κάνουμε therapy-talk με φίλους στα DMs, να αναλύσουμε με emojis όλη μας τη συναισθηματική κατάσταση, αλλά τι γίνεται με τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής; Ε, όχι, ας μη φτάσουμε και σ’ αυτό το σημείο. Γιατί να ακούσεις κάποιον να σου λέει «τι κάνεις;» όταν μπορείς να διαβάσεις το ίδιο σε μήνυμα, να πάρεις δέκα λεπτά να σκεφτείς απάντηση και να φανείς cool και συναισθηματικά σταθερός;

Δεν είναι ότι δε θέλουμε να μιλάμε. Θέλουμε. Αλλά θέλουμε να το κάνουμε υπό προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, με σωστό φωτισμό, με έλεγχο χρόνου απάντησης, με επιλογή αν θα στείλουμε ή όχι το μήνυμα που μόλις γράψαμε. Το να σηκώσεις μια κλήση σημαίνει ότι δεν έχεις escape plan. Και εμείς, η γενιά του «μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση», χρειαζόμαστε πάντα ένα plan B ας το πούμε το airplane mode.

Από την άλλη, είμαστε και οι ίδιοι που θα στείλουμε μήνυμα στις 3 το πρωί λέγοντας «ξέρω ότι κοιμάσαι, αλλά ήθελα να σου πω ότι σ’ αγαπάω ακόμα». Εκεί δεν υπάρχει φόβος. Ούτε άγχος. Ούτε αναστολές. Το κινητό γίνεται εξομολογητήριο, τα δάχτυλα ψυχοθεραπευτές και το “last seen” το νέο μας δράμα. Αν το δει και δεν απαντήσει; Πάει, καταστραφήκαμε. Αν δεν το δει καθόλου; Ε, τότε φταίει το Wi-Fi.

Είναι παράλογο και ταυτόχρονα τόσο λογικό. Γιατί μεγαλώσαμε σε εποχές που η επικοινωνία έγινε εύκολη, αλλά η οικειότητα δύσκολη. Το μήνυμα δίνει ψευδαίσθηση ασφάλειας, μπορείς να πεις «μου λείπεις» χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπίσεις τη σιωπή του άλλου. Μπορείς να κάνεις την πιο βαθιά εξομολόγηση, να την ξαναδιαβάσεις, να τη σβήσεις, να τη στείλεις πάλι. Ο έλεγχος είναι δικός σου και όχι της στιγμής.

Και ναι, η αλήθεια είναι πως μια κλήση δεν έχει φίλτρα. Δεν έχει “edit”, δεν έχει χρόνο για ψευτο-αυτοπεποίθηση. Μια φωνή που τρέμει, μια παύση, ένα “ε, εντάξει τώρα”, μπορούν να σε ξεγυμνώσουν πιο πολύ απ’ ό,τι δέκα stories σε soft lighting. Ίσως γι’ αυτό φοβόμαστε. Γιατί στις κλήσεις είμαστε πραγματικοί.

Αλλά από την άλλη, στις 3 το πρωί, με το κινητό φωτισμένο και τη λογική σε flight mode, βγάζουμε όλο το συναίσθημα. Εκεί δεν υπάρχει φόβος παρά μόνο αλκοόλ, μελαγχολία και το «μην το μετανιώσεις το πρωί». Είναι η ώρα που η ψυχή μας θυμάται τι θέλει, αλλά το μυαλό κοιμάται. Και κάπως έτσι γεννιούνται όλα τα “σ’ αγαπάω” που δεν έπρεπε να σταλούν, όλα τα “τι κάνεις;” που σημαίνουν “μου λείπεις”, κι όλα τα “δεν ήθελα να σε ενοχλήσω” που σημαίνουν “σε σκέφτομαι κάθε μέρα”.

Είμαστε η γενιά που λέει “μη με πάρεις, στείλε μου μήνυμα”. Που έχει anxiety όταν χτυπάει το τηλέφωνο, αλλά καμία ντροπή να κάνει voice note τριών λεπτών με τίτλο “να στα πω λίγο γιατί δεν αντέχω άλλο”. Που μπορεί να πει «σ’ αγαπώ» μόνο αν έχει φώτα σβηστά και πληκτρολόγιο μπροστά της. Και ίσως αυτό να είναι λίγο τραγικό αλλά και λίγο τρυφερό.

Γιατί, στην τελική, δεν είναι ότι δε θέλουμε την επικοινωνία απλώς τη θέλουμε on our terms. Θέλουμε να μπορούμε να την ελέγξουμε. Και ίσως, κάπου ανάμεσα στις αναπάντητες και στα “είδες το μήνυμά μου;”, να κρύβεται η πιο ειλικρινής πλευρά μας αυτή που ακόμα ψάχνει τον τρόπο να πει την αλήθεια χωρίς να τρομάξει.

Ίσως γι’ αυτό αγαπάμε τις εξομολογήσεις στις 3 το πρωί. Γιατί εκεί, μέσα στο σκοτάδι, δεν έχεις κοινό, δεν έχεις χρόνο, δεν έχεις φόβο. Έχεις μόνο ένα κινητό κι έναν άνθρωπο στην άλλη άκρη που ίσως σε διαβάσει. Και για λίγα δευτερόλεπτα, αυτό αρκεί.

Οπότε ναι, φοβόμαστε τις κλήσεις. Αλλά όχι την αλήθεια. Αρκεί να μπορούμε να τη στείλουμε με ένα κουμπί “send message”.

Συντάκτης: Ράνια Λιάσκου