Στη Βόρεια Ιταλία, και συγκεκριμένα στην πόλη Μπολτσάνο, οι αρχές αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ένα μέτρο που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Αναλυτικότερα, από το 2026, οι ιδιοκτήτες σκύλων θα πληρώνουν επιπλέον φόρο, με σκοπό τα έσοδα να κατευθυνθούν στην καθαριότητα των δρόμων και στη συντήρηση χώρων πρασίνου και πάρκων για ζώα. Παράλληλα, προβλέπεται η καταγραφή του DNA των σκύλων ώστε, σε περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες δε μαζεύουν τα περιττώματα, να μπορούν να εντοπιστούν και να τους επιβληθεί πρόστιμο. Το μέτρο αυτό, που για κάποιους μοιάζει με καινοτόμο λύση, για άλλους εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα και τη δικαιοσύνη του.

Αναμφίβολα, η καθαριότητα των δημόσιων χώρων είναι ένα ζήτημα που απασχολεί κάθε πόλη. Οι ακαθαρσίες στους δρόμους δεν αποτελούν μόνο ζήτημα αισθητικής, αλλά και δημόσιας υγείας. Έτσι, η προσπάθεια να επιβληθεί μια πιο υπεύθυνη στάση στους ιδιοκτήτες σκύλων δεν είναι αδικαιολόγητη. Ένα σύστημα που συνδέει την αδιαφορία με κυρώσεις μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να οδηγήσει σε καλύτερη εικόνα της πόλης και σε περισσότερους χώρους όπου άνθρωποι και ζώα μπορούν να συνυπάρχουν με σεβασμό. Υπάρχει επίσης το επιχείρημα της «δίκαιης κατανομής βαρών». Αφού οι δήμοι ξοδεύουν χρήματα για καθαριότητα και υποδομές που σχετίζονται με τα ζώα, είναι λογικό όσοι έχουν σκύλους να συνεισφέρουν σε αυτό.

Ωστόσο, η άλλη πλευρά της συζήτησης έχει βάρος. Το επιπλέον οικονομικό φορτίο μπορεί να φανεί δυσβάσταχτο σε ιδιοκτήτες που ήδη ανταπεξέρχονται σε έξοδα κτηνιάτρων, τροφής και βασικής φροντίδας. Η ιδιοκτησία ενός ζώου δεν είναι πολυτέλεια για όλους, πολλές φορές πρόκειται για μια βαθιά συναισθηματική ανάγκη, για παρέα και στήριξη. Η επιβολή νέων φόρων κινδυνεύει να κάνει πιο δύσκολη την καθημερινότητα οικογενειών ή ατόμων με περιορισμένους πόρους. Υπάρχει επίσης το ζήτημα της αδικίας για ιδιοκτήτες που είναι συνεπείς, που μαζεύουν πάντα τις ακαθαρσίες και σέβονται τον δημόσιο χώρο, θα τιμωρούνται έμμεσα πληρώνοντας για παραλείψεις άλλων.

Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα αφορά την εφαρμογή. Η καταγραφή DNA και η επιβολή προστίμων μπορεί να φαίνονται αυστηρά και αποτελεσματικά, αλλά προϋποθέτουν ένα πολύπλοκο και ακριβό σύστημα ελέγχου. Αν αυτό δεν λειτουργήσει με ακρίβεια και διαφάνεια, υπάρχει ο κίνδυνος αδικιών και κοινωνικής δυσπιστίας. Παράλληλα, δεν μπορεί να αγνοηθεί ο κίνδυνος ανεπιθύμητων συνεπειών, όπως η εγκατάλειψη ζώων από ιδιοκτήτες που θα θεωρήσουν τις νέες υποχρεώσεις υπερβολικές. Ένα μέτρο που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής θα ήταν τραγικό να οδηγήσει στην αύξηση της κακομεταχείρισης ή της εγκατάλειψης.

Τελικά, η απόφαση για τον φόρο στους σκύλους στην Ιταλία κινείται σε μια λεπτή ισορροπία. Από τη μία, αντανακλά μια πραγματική ανάγκη για καθαρότερες πόλεις και υπεύθυνη συμπεριφορά, και γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένα θετικό βήμα. Από την άλλη, αν εφαρμοστεί με τρόπο άκαμπτο και χωρίς πρόνοια για τις κοινωνικές επιπτώσεις, μπορεί να επιβαρύνει άδικα τους πολίτες και να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι απλώς να εισπραχθεί ένας φόρος, αλλά να υπάρξει ένας συνδυασμός μέτρων που θα καλλιεργεί υπευθυνότητα, θα προσφέρει υποδομές και θα σέβεται τη σχέση ανθρώπου και ζώου. Μόνο τότε θα μπορέσει να αποδειχθεί ότι το μέτρο δεν είναι τιμωρητικό, αλλά ουσιαστικά επωφελές για την κοινωνία στο σύνολό της.

Σε τελική ανάλυση, το μέτρο στη Βόρεια Ιταλία παραμένει αμφιλεγόμενο. Στο Μπολτσάνο, από το 2026 οι ιδιοκτήτες σκύλων θα πληρώνουν φόρο, ενώ το DNA των ζώων τους θα καταγράφεται ώστε να εντοπίζονται όσοι δε μαζεύουν τις ακαθαρσίες. Η πρόθεση είναι να χρηματοδοτηθεί η καθαριότητα και η συντήρηση των πάρκων, όμως το πώς θα εφαρμοστεί θα καθορίσει αν θα μιλάμε για ένα δίκαιο και αποτελεσματικό εργαλείο ή για μια άδικη επιβάρυνση που κινδυνεύει να φέρει περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει

Συντάκτης: Ράνια Λιάσκου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη