Στα Τρίκαλα, μια υπόθεση άγριας μητροκτονίας καταγράφει ένα ακόμη κεφάλαιο στην ελληνική πραγματικότητα της ενδοοικογενειακής βίας. Ένας 18χρονος ομολόγησε ότι σκόtωσε τη μητέρα του, 54 ετών, μέσα στο σπίτι τους, ενώ παρακολουθούσαν τηλεόραση, χρησιμοποιώντας μια πετσέτα.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο νεαρός ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς ότι προχώρησε στην πράξη επειδή, «η μητέρα μου με εξέθετε με τη συμπεριφορά της στη γειτονιά, άλλαζε συντρόφους και με παραμελούσε». Δεν ενέκρινε τον τρόπο ζωής της μετά το διαζύγιό της,ενώ παράλληλα ανέφερε ότι δεχόταν μπούλινγκ στο σχολείο λόγω της οικογενειακής του κατάστασης· οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, ενώ η σχέση με τη μητέρα του ήταν τεταμένη.
Οι γείτονες, από την πλευρά τους, περιέγραφαν τον 18χρονο ως «ήσυχο κι ευγενικό», χωρίς προηγούμενα σημάδια ότι θα έφτανε σε μια τόσο ακραία ενέργεια.
Το περιστατικό θέτει μεγάλα ερωτήματα. Τι σημαίνει «εξέθετε στη γειτονιά» και πόσο βάθος έχει αυτή η φράση; Πόσο μπορεί να «δικαιολογείται» βία βάσει της κοινωνικής ενοχής ή της ψυχολογικής πίεσης; Και κυρίως, γιατί φαίνεται πως μέσα στην οικογένεια δε μεταφέρθηκαν ανάλογα μηνύματα προς υποστήριξη ή προειδοποίηση;
Η φράση «με εξέθετε στη γειτονιά» αποτελεί μια προβληματική αιτιολόγηση. Αφήνει να εννοηθεί ότι η κοινωνική εικόνα, η «καλή φήμη» ή η υποτιθέμενη προτεραιότητα μπορεί να δικαιολογεί πράξεις βίας. Είναι μια φράση που δεν απλώς αναφέρει πόνο, αλλά επιχειρεί να μεταθέσει το φταίξιμο στη συμπεριφορά ενός άλλου ανθρώπου, και να τον παρουσιάσει ως υπεύθυνο για τη δική του πράξη.
Ο ίδιος ομολόγησε με κυνισμό ότι «χωρίς να συμβεί απολύτως τίποτα μεταξύ μας, σηκώθηκα, το αποφάσισα, πήρα την πετσέτα της την έβαλα γύρω από τον λαιμό, την έσφιξα και τη σκότωσα. Ήθελα πάντα να σκοτώσω τη μάνα μου, γιατί δε με πρόσεχε, με μάλωνε και είχε πάρα πολλές σχέσεις».
Η τοποθέτηση αυτή δεν μπορεί παρά να μας υποχρεώσει να δούμε την υπόθεση σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, το διαζύγιο των γονέων, η μετάβαση του παιδιού σε άλλη οικογενειακή κατάσταση, οι πιέσεις του σχολείου, η έλλειψη φίλων, η απομόνωση, όλα αυτά φαίνεται να συνέδεαν τον νεαρό με ένα περιβάλλον που δεν του έδωσε τις απαραίτητες «ανάσες». Από την άλλη, η εκφορά της φράσης «με εξέθετε στη γειτονιά» υπογραμμίζει πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει το στίγμα, η κοινωνική «αμηχανία», η αισθητική της οικογενειακής εικόνας, όταν μετατρέπεται σε δικαιολογία για την ακραία πράξη.
Η ευθύνη δεν ανήκει αποκλειστικά στο δράστη, αλλά, κι αυτό είναι το δύσκολο, ανήκει και στην κοινωνία που αφήνει τα σιωπηλά σημάδια να γιγαντώνονται, το σχολείο που δεν αντιδρά, η γειτονιά που δεν παρεμβαίνει, η οικογένεια που δεν προσφέρει ασφαλές δίκτυο. Η μητέρα, εργαζόμενη σε δημόσια υπηρεσία, δε φαίνεται να είχε περάσει στην ενημέρωση κάποια καταγεγραμμένη ένδειξη ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά.
Η φράση «με εξέθετε στη γειτονιά» και ό,τι αυτή συνεπάγεται, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως κίνητρο. Δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τη μητροκτονία. Όμως μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως καμπανάκι, για το πόσο πολύ μπορεί να πληγωθεί ένας έφηβος που νιώθει «απ’ έξω», αλλά και για το πόσο εύκολα μετατρέπεται ο πόνος σε βία, αν δεν υπάρξει στήριξη. Κι είναι επιτέλους καιρός να αντιληφθούμε ότι δεν αρκεί να βλέπουμε τα σημάδια. Πρέπει να τα προλαβαίνουμε.
