Στα 20 μου, εκεί κάπου ανάμεσα σε πανεπι­στήμια, καινούριες παρέες και την ψευδαίσθηση ότι «η ζωή τώρα αρχίζει», κατάλαβα ποιος είναι το πραγματικό boss στο σώμα μου. Και spoiler alert και όμως δεν ήμουν εγώ αλλά ήταν τα αυτοάνοσά μου. Ναι, αυτά τα μικρά αόρατα αφεντικά που αποφάσισαν ότι δε χρειάζεται να έχω τον έλεγχο στη δική μου ζωή, μπορούν να το κάνουν κι αυτά μια χαρά.

 

Δύο μέρες μετά τα γενέθλιά μου, λοιπόν, ξεκινώντας την καινούρια δεκαετία μου με την αθωότητα που έχουν όσοι δεν ξέρουν τι τους περιμένει, έμαθα πως όχι μόνο απέκτησα ένα αυτοάνοσο που θα με συνοδεύει για μια ζωή, αλλά δύο. Διπλή δόση, λες και άργησα να πάρω το μήνυμα και έπρεπε να μου το στείλουν πιο δυνατά. Από τη μια το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, αυτό το αγαπημένο roller coaster που κανείς δεν επέλεξε να ανέβει. Από την άλλη, το έκζεμα στα χέρια, λες και κάποιος ήθελε να μου θυμίζει καθημερινά ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, ούτε καν το ίδιο σου το δέρμα.

 

Όταν το άκουσα, η γη δεν έπεσε μόνο από τα πόδια μου. Έκανε ολόκληρο shift. Ένιωσα αυτή την παράξενη στιγμή όπου το μυαλό σταματάει για λίγο και οι σκέψεις κάνουν πάρτι χωρίς εσένα. Αλλά, όπως πάντα, φόρεσα το αγαπημένο μου προσωπείο: «όλα καλά». Ήμουν ειδική σε αυτό. Το να πονάω σιωπηλά ήταν το κρυφό μου ταλέντο, το skill που ανέπτυξα χωρίς να το ζητήσει κανείς. Όσο πιο ήσυχα πονούσα, τόσο πιο καλά νόμιζα ότι τα είχα όλα υπό έλεγχο.

 

Εκείνη την περίοδο είχα μόλις ξεκινήσει σπουδές. Είχα μπει σε ένα περιβάλλον που άλλαζε πιο γρήγορα από ό,τι μπορούσα να ακολουθήσω. Καινούριες παρέες, καινούρια δεδομένα, καινούριες συνήθειες, και εγώ κάπου στη μέση, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Με μια αίσθηση πως δεν ήξερα τίποτα για τίποτα. Αντιδράσεις, σκέψεις, όρια, ανάγκες… όλα θολά. Το μόνο που ήξερα ξεκάθαρα ήταν οι πόνοι στην κοιλιά και η φαγούρα στα χέρια. Αυτά δεν είχαν ποτέ θέμα να συστηθούν.

 

Στα 20 σου δεν περιμένεις να παλεύεις με τον ίδιο σου τον οργανισμό. Περιμένεις να παλεύεις με assignments, σχέση που δεν ξέρεις τι θέλει, συγκάτοικο που τρώει τα τάπερ σου και κρίσεις ταυτότητας επιπέδου «ποιος είμαι;». Κι όμως, η ζωή έχει τρόπο να σου πετάει curveballs όταν είσαι απασχολημένος να νομίζεις ότι έχεις χρόνο. Οπότε, αντί για μια ήρεμη μετάβαση στην ενήλικη ζωή, πήρα έναν crash course στο πώς είναι να μην εμπιστεύεσαι το ίδιο σου το σώμα.

 

Θυμάμαι ότι οι φίλοι τότε δεν καταλάβαιναν και πολύ. Πώς να καταλάβουν κάτι που δε φαίνεται; Το έκζεμα μπορεί να το κρύψεις, το IBS μπορεί να το δικαιολογήσεις, και εσύ μπορείς να χαμογελάς έτσι κι αλλιώς. Από έξω έμοιαζα σαν όλα να κυλούν φυσιολογικά. Από μέσα, όμως, κυλούσαν μόνο τα νεύρα μου. Και η αγωνία για το πότε θα είναι η επόμενη flare. Είναι περίεργο πώς μπορείς να νιώθεις ότι είσαι στα καλύτερά σου χρόνια, αλλά ταυτόχρονα το σώμα σου να σου λέει «χαλάρωσε, δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτά που θες».

 

Το πιο δύσκολο δεν ήταν ο πόνος. Ήταν η αποδοχή. Το ότι αυτό είναι. Αυτό θα είναι από εδώ και πέρα. Ότι πρέπει να μάθω να ζω με αυτά, όχι δίπλα, αλλά μαζί τους. Να διαβάζω τα σημάδια τους, να κάνω υποχωρήσεις, να λέω «όχι» όταν το σώμα μου ουρλιάζει «φτάνει», να μαθαίνω ποιες τροφές είναι φίλες και ποιες προδότες. Ήταν σαν να συγκατοικείς με κάποιον που δεν σου έμαθαν ποτέ ότι υπάρχει, αλλά τώρα πρέπει να τον αγαπήσεις κιόλας.

 

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα «γιατί σε μένα;» και στα Google searches που έκαναν το άγχος μου ακόμη χειρότερο, άρχισα να αναπτύσσω κάτι που δεν το είχα ξαναδεί πάνω μου: αντοχή. Ήρεμη, αθόρυβη, αλλά αληθινή. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν είναι ήττα να παραδέχεσαι ότι πονάς. Δεν είναι αδυναμία να μιλάς για κάτι που δε φαίνεται. Δεν είναι ντροπή να λες «σήμερα δεν μπορώ».

 

Στα 20 μου έμαθα ότι το σώμα μου μπορεί να είναι το πιο δύσκολο puzzle που θα χρειαστεί να λύσω. Ότι μπορεί να μην είμαι το boss, αλλά μπορώ τουλάχιστον να γίνω ο καλύτερος συνεργάτης του. Και μπορεί να μην το διάλεξα, αλλά μπορώ να μάθω να το αποδέχομαι, να το καταλαβαίνω και κυρίως να μην το πολεμάω.

 

Και κάπως έτσι, μέσα από flare-ups, δάκρυα στο μπάνιο και ένα σωρό «όχι πάλι», έφτασα στην πιο απλή, αλλά πιο ανακουφιστική αλήθεια.

Μπορεί να μη διάλεξα τα αυτοάνοσά μου, αλλά διάλεξα εμένα. Και αυτό αρκεί.

Συντάκτης: Ράνια Λιάσκου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη