Την 27η Αυγούστου 2025, μόλις προχθές δηλαδή, οι κυβερνήσεις της Δανίας και της Γροιλανδίας εξέφρασαν επίσημη συγγνώμη για ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια στην ιστορία τους. Συγκεκριμένα, για την επιβολή ενδομήτριων συσκευών, το γνωστό σε όλους και όλες σπιράλ, σε περίπου 4.500 γυναίκες και κορίτσια αυτόχθονης γηγενούς κοινότητας, χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεσή τους.
Η πρακτική αυτή έχει τις απαρχές της στις δεκαετίες του 1960–1970. Στόχος της, φαίνεται να ήταν ο έλεγχος του ρυθμού γεννήσεων στις απομακρυσμένες κοινότητες, ένα σύνηθες μοτίβο αποικιακής πολιτικής. Το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: πάνω από τις μισές γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας σε σημαντικές περιοχές της Γροιλανδίας υπήρξαν μάρτυρες μιας πράξης που παραβίασε τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα.

Σύμφωνα με τη Δανή πρωθυπουργό Mette Frederiksen, η συγγνώμη δεν αλλάζει το παρελθόν, αλλά μπορεί να σηματοδοτήσει την ευθύνη της Πολιτείας απέναντι στο αδίκημα και τον πόνο που προκάλεσε. Αντίστοιχα, η Γερουσία της Γροιλανδίας αναγνώρισε τη δική της ευθύνη για περιστατικά που συνεχίστηκαν ακόμα και μετά τη μεταβίβαση του ελέγχου του συστήματος υγείας το 1992.
«Αν και δεν έχουμε την πλήρη εικόνα, κάνει μεγάλη εντύπωση στην κυβέρνηση που τόσες γυναίκες από τη Γροιλανδία κατήγγειλαν ομόφωνα ότι έχουν υποστεί κακοποίηση από το σύστημα υγείας της Δανίας. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτό που έχει συμβεί. Αλλά μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη. Γι’ αυτό το λόγο, εκ μέρους της Δανίας, θέλω να τους πω: Συγγνώμη», ανέφερε η πρωθυπουργός στην ανακοίνωσή της.
Παρότι η δημόσια αναγνώριση του λάθους είναι ένα βήμα προς τη δικαιοσύνη, πολλά δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Οι δικαστικές διεκδικήσεις από περίπου 143 γυναίκες που ζητούν αποζημίωση περίπου 5.760 ευρώ, για την παραβίαση που συνιστά η τοποθέτηση σπιράλ στα σώματά τους χωρίς γνώση ή συναίνεσή τους, συνεχίζονται, αναμένοντας την απόδοση ευθυνών και την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους από το κράτος. Η διερεύνηση της υπόθεσης από κοινού με τη Δανία βρίσκεται σε εξέλιξη έως το 2026.
Η συναισθηματική ζημιά, όμως, δεν αντιμετωπίζεται μόνο μέσω δικαστηρίων. Για κάποιες από αυτές τις γυναίκες, όπως η ψυχολόγος και ακτιβίστρια Naja Lyberth, η οποία ήταν μόλις 13–14 ετών όταν της τοποθέτησαν σπιράλ, η δράση περιλαμβάνει την κοινοποίηση του προσωπικού τραύματος, την υποστήριξη άλλων θυμάτων και τη δημόσια καταγραφή του βιώματος.

Από μια ευρύτερη, ανθρωποκεντρική σκοπιά, η καθυστερημένη συγγνώμη δείχνει ότι το κράτος ενδέχεται να μην έχει ακόμα αποδεχθεί πλήρως την ιστορία του. Η αίσθηση ότι μια απολογία έρχεται και ως πολυκαιρισμένη αποκατάσταση αφήνει αναπόφευκτα πικρία, κάτι το οποίο αναγνώρισε ο πρωθυπουργός της Γροιλανδίας, μιλώντας για «αργοπορημένη συγγνώμη». Η υπόθεση αυτή, εξάλλου, δεν αφορά μόνο την ιστορία. Θίγει την ανάγκη για επανεκτίμηση της σχέσης κράτους και αυτόχθονων πληθυσμών, για σεβασμό στην εδαφική και πολιτισμική αυτονομία, καθώς και για την υιοθέτηση πολιτικών που προστατεύουν και ενισχύουν τη σ#ξουαλική και σωματική αυτονομία κάθε ανθρώπου, χωρίς διακρίσεις λόγω καταγωγής, φύλου ή ηλικίας.
Με τους επιζώντες να ζητούν όχι μόνο συγγνώμη, αλλά και δικαιοσύνη, η επόμενη φάση αυτής της ιστορίας θα κριθεί από τη δυνατότητα των πολιτικών να μεταφράσουν λόγια ευθύνης σε πράξεις αποκατάστασης, με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Κι αν είναι κάτι να κρατήσουμε από αυτή την υπόθεση, είναι ότι η ιστορία συχνά κουβαλά πληγές που δεν επουλώνονται εύκολα ούτε άμεσα. Όμως, μέσα από την αναγνώριση και την αποκατάσταση, ανοίγει ο δρόμος για έναν δίκαιο κόσμο, όπου η αυτονομία και η αξιοπρέπεια δεν αποτελούν προνόμιο, ούτε αυτονόητο δικαίωμα.
