Υπάρχει ένα μέρος στα κινητά μας που δεν το παραδέχεται καμία εφαρμογή, αλλά όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει. Ένα σκοτεινό, αόρατο βασίλειο γεμάτο αμήχανες λέξεις, βιαστικές σκέψεις και συναισθηματικά ξεσπάσματα που πρόλαβαν να σωθούν μόνο με ένα delete. Είναι το νεκροταφείο των μηνυμάτων που σβήσαμε πριν στείλουμε. Κάθε φορά που πατάμε διαγραφή, γεννιέται κι ένα μικρό φάντασμα. Μπορεί να μην το βλέπεις, αλλά κάπου ανάμεσα στα chats και τα emojis, πλανάται, ψιθυρίζοντας «ήμουν σχεδόν έτοιμο να σταλώ…». Σαν μια μικρή υπόσχεση που δεν κράτησε.
Η σκηνή είναι πάντα η ίδια. Είσαι στο κινητό, γράφεις γρήγορα με πάθος, με επιχειρήματα, ποικίλα συναίσθημα, δικαιοσύνη ή, αν είναι αργά το βράδυ, απλή βαρεμάρα. Πληκτρολογείς κάτι που εκείνη τη στιγμή σου φαίνεται απολύτως σωστό. Το διαβάζεις ξανά, το αλλάζεις λίγο, το ξαναδιαβάζεις και ξαφνικά, κάτι μέσα σου λέει «όχι». Εκείνη η μικρή φωνή λογικής ή φόβου, ανάλογα τη φάση, ψιθυρίζει «άστο καλύτερα». Και με ένα tap, το μήνυμα περνά στην αιωνιότητα. Κανείς δεν το είδε, κανείς δε θα το μάθει, αλλά εσύ ξέρεις τι πήγες να κάνεις. Μόνο εσύ.
Δεν έχουν ένα συγκεκριμένο θέμα στο οποίο αναφέρονται. Κάποια από αυτά τα φαντάσματα είναι ρομαντικά. Είναι εκείνα τα «μου λείπεις» που δεν στάλθηκαν ποτέ γιατί δεν ήθελες να φανείς «αδύναμος». Άλλα είναι θυμωμένα, κάτι μεταξύ «πραγματικά τώρα;» και «οκ, αν έτσι το βλέπεις». Υπάρχουν και τα επαγγελματικά φαντάσματα, εκείνα τα «θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο συνεπής» που μεταμορφώθηκαν στο πιο κομψό «σε ευχαριστώ για τη βοήθεια!». Και φυσικά, τα μεθυσμένα φαντάσματα. Εκείνα τα μηνύματα που έγραψες στις 2:47 το βράδυ, αλλά διέγραψες όταν θυμήθηκες ότι αύριο έχεις δουλειά και δε χρειάζεται να ξανανοίξεις κύκλους του 2018.
Αν υπήρχε εφαρμογή που να κρατάει backup όλων αυτών των «σχεδόν-μηνυμάτων», θα είχαμε την απόλυτη ψυχολογική αυτοβιογραφία μας. Θα βλέπαμε ποιοι είμαστε πριν γίνουμε ευγενικοί, προσεκτικοί ή ώριμοι. Θα βλέπαμε τι πραγματικά θέλαμε να πούμε, και πόσο συχνά δεν το τολμάμε. Αλλά ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Γιατί, κακά τα ψέματα, πολλά από αυτά τα μηνύματα δε θα άλλαζαν τη ζωή μας. Μάλλον θα την περιέπλεκαν. Οι μεγάλοι καβγάδες και τα μικρά δράματα του ψηφιακού κόσμου αρχίζουν πάντα με ένα «έλα να σου πω κάτι» που ίσως έπρεπε να μείνει στο draft.
Και όμως, τα σβησμένα μηνύματα δεν είναι χαμένα. Είναι οι μικρές αποδείξεις ότι σκεφτήκαμε πριν αντιδράσουμε. Μπορεί να έχουμε ανάγκη να εκφραστούμε, αλλά έχουμε και μια εσωτερική αίσθηση επιβίωσης που μας λέει πότε να σωπάσουμε. Κάθε φορά που δε στέλνεις κάτι, σώζεις μια σχέση, μια μέρα χωρίς παρεξηγήσεις, ίσως και λίγη αξιοπρέπεια. Άλλωστε, η σιωπή είναι μια τέχνη που λίγοι κατέχουν. Και ένα «δεν το έστειλα» είναι, συχνά, πολύ πιο δυνατό από ένα «το μετάνιωσα».
Αν μπορούσαν να εμφανιστούν όλα αυτά τα φαντάσματα πάνω από τα κεφάλια μας, θα βλέπαμε σύννεφα από «δεν πειράζει», «άστο τώρα», «θα το γράψω αλλιώς». Κάποια θα έλαμπαν από ειρωνεία, άλλα από ευαισθησία, άλλα από απλή ανασφάλεια. Όλα όμως θα είχαν κάτι κοινό… θα ήταν αληθινά. Γιατί ό,τι κι αν σβήσαμε, το νιώσαμε έστω και για λίγο. Και αυτό σημαίνει κάτι.
Οπότε, την επόμενη φορά που θα γράψεις ένα μήνυμα και θα το σβήσεις, μην απογοητευτείς. Μπορεί να μην έσωσες τον κόσμο, αλλά σίγουρα έσωσες τον εαυτό σου από ένα αχρείαστο «τι εννοούσες με αυτό;». Τα φαντάσματα των μηνυμάτων δεν είναι κάτι τρομακτικό. Είναι εκεί για να μας θυμίζουν ότι η επικοινωνία δεν είναι μόνο αυτά που λέμε, αλλά είναι και αυτά που διαλέγουμε να μη στείλουμε.
Και κάπως έτσι, ανάμεσα στα «έτοιμοι για αποστολή» και στα «άστο μωρέ», γράφεται η πιο αληθινή ιστορία της εποχής μας, μια ιστορία από μηνύματα που ποτέ δεν έφτασαν, αλλά πάντα κάτι είπαν.
