Άντρας χτυπάει γυναίκα. Τη γυναίκα του. Αυτή που επέλεξε πριν μερικά χρόνια για να παντρευτεί και να κάνουν κι ένα παιδί. Αλλά δεν έχει και σημασία. Η κόρη είναι σήμερα 5 χρονών. Όλα αυτά τα χρόνια μεγάλωσε με έναν οξύθυμο πατέρα που δε δίσταζε, πάνω στα νεύρα του, να δίνει και καμία στη μαμά.

«Ίσως έτσι είναι. Οι μπαμπάδες χτυπάνε τις μαμάδες. Και μετά, ο μπαμπάς -κάποιες φορές- είναι ακόμα θυμωμένος και -κάποιες φορές- στεναχωρημένος γι’ αυτό που έκανε. Ίσως φταίω εγώ γιατί ήθελα να φάω δημητριακά για βραδινό και όχι κάτι άλλο.»

«Η μαμά λέει να φύγουμε να πάμε στη νονά. Και που θα μένει ο μπαμπάς αν δε θα είναι μαζί μας; πώς θα είναι μπαμπάς μου αν δεν είναι σπίτι; Θα τον βλέπω; Θα μας ξεχάσει; Ίσως καλό θα είναι να ξεχάσει τη μαμά γιατί έτσι δε θα την πονάει. Αλλά θα ξεχάσει κι εμένα;»

Πώς να εξηγούσε σε ένα παιδί την κακοποίηση; πώς να εξηγούσε σε ένα παιδί τους λόγους που έκατσε με έναν κακοποιητικό άντρα λόγω οικονομικής ανασφάλειας; Ότι φοβόταν να το κάνει όταν ήταν μικρότερη γιατί έβλεπε ότι δε θα μπορούσε να έχει την ευθύνη της, όταν θα ήταν οι 2 τους μόνες;

Γνωρίζονταν στο σύνολο 8,5 χρόνια, 6 εκ των οποίων ήταν παντρεμένοι. Τα σημάδια για το τι μπορεί να ακολουθήσει υπήρχαν από πολύ νωρίς. Ειδικά με τον covid και την οικονομική δυσχέρεια που ακολούθησε, τα πάντα έγιναν χειρότερα. Η ανεργία λόγω συνθηκών έφερε την κατάθλιψη και η κατάθλιψη μετέπειτα την ανεργία. Και κάθε μέρα που περνούσε, αυξάνονταν όλο και περισσότερο οι εντάσεις, η απόσταση, η απουσία. Κάτι έπρεπε να γίνει. Αλλά πώς; Το παιδί ήταν πολύ μικρό. Και μόνο η ιδέα να το αφήσει με έναν, τουλάχιστον αδιάφορο πατέρα, της φαινόταν αδιανόητη. Έπρεπε να περιμένει μερικά χρόνια, γιατί η δικαιοσύνη – ενώ θα έπρεπε να δίνει την επιμέλεια αυτόματα στο θύμα – δε λειτουργεί έτσι. Ήταν αναγκασμένη να περάσει πολλά στάδια μέχρι να αποκτήσει την ελευθερία της, που ποτέ δε θα ήταν ολοκληρωμένη. Ποια αλήθεια η λογική να πρέπει να μπει στη διαδικασία να πάει δικαστήριο, και ποινικό για το ξύλο κι αστικό για το διαζύγιο;

Μιλούσε καιρό με τη Διοτίμα, έναν οργανισμό για την εξάλειψη της έμφυλης βίας και την ενδυνάμωση των γυναικών. Ήθελε να είναι σίγουρη για το τι και πώς πρέπει να το κάνει. Ήθελε να διασφαλίσει τα περισσότερα από τα ψίχουλα που θα έπαιρνε για την κόρη της και για την ίδια. Το δούλευε καιρό. Και κάποια στιγμή, μετά από ένα ακόμα βίαιο σκηνικό, δεν άντεξε. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο, δεν μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της υπό αυτές τις συνθήκες. Να λειτουργεί σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ντρεπόταν τόσο πολύ για όλο αυτό που της συνέβαινε, που δε μίλησε, παρά μόνο σε ελάχιστους. Όταν το έμαθαν όλοι, έπεσαν από τα σύννεφα. Δεν ήθελε να συζητά για τον γάμο της. Τον είχε στο σπίτι, δεν ήθελε να τον μεταφέρει και στις παρέες της, στις εξόδους της. Δεν ήθελε να ακούσει συμβουλές για να φύγει. Το ήξερε ότι έπρεπε. Δεν ήθελε να βλέπει τον οίκτο στα μάτια τους.

Πήγε στο αστυνομικό τμήμα, στο Τμήμα Ενδοοικογενειακής Βίας και την έκαναν να νιώσει πολύ άνετα. Δεν το περίμενε. Κι όμως, οι αστυνομικοί που το διαχειρίζονταν ήταν άνθρωποι με υψηλή ενσυναίσθηση και πρόθυμοι να τη βοηθήσουν. Το πρώτο βήμα ήταν να της δώσουν panic button. Φωτογραφίες, καταθέσεις. Και όπου τον έβρισκαν, θα τον πήγαιναν αυτόφωρο. Της βρήκαν μία δικηγόρο και ορίστηκε η ημερομηνία απολογίας σε μία εβδομάδα– που φυσικά πήρε αναβολή για μερικούς μήνες μετά. Και παράλληλα, έπρεπε να καταλήξει με το διαζύγιο. Συναινετικό ή μη; Διαπραγματεύσεις. Οι μισοί της έλεγαν συναινετικό, οι άλλοι μισοί όχι. Κι εκείνη άκουγε όλες τις γνώμες και ήταν στη μέση.

Και μέχρι να καταλήξουν, να μην υπάρχει μέριμνα για διατροφή. Να είναι καταδικασμένη. Εκείνη. Το θύμα. Όχι ο άλλος που την είχε κακοποιήσει. Να είναι καταδικασμένη να πρέπει να συμβιβαστεί γιατί αν δεν, θα την τσάκιζαν τα δικαστικά έξοδα, θα είχε τον ψυχολογικό πόλεμο και το παιδί να βλέπει και να ζει με προσωρινές δικαστικές αποφάσεις.

Ευτυχώς, τα πράγματα για εκείνη προχώρησαν σχετικά γρήγορα και ανέξοδα. Της έδωσε συναινετικό με τον όρο να αποσύρει τις κατηγορίες για τον ξυλοδαρμό. Πήγε δηλαδή στο δικαστήριο και τους είπε ότι απλά θέλει να τελειώνει και ότι είχαν ήδη συμφωνήσει τους όρους για το συναινετικό. Εξαρτάσαι από τον κακοποιητή σου, υποκύπτεις στον εκβιασμό του για να τελειώσεις με το μικρότερο δυνατό κόστος– κυρίως ψυχικό αλλά και οικονομικό. Για εκείνη ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει: να υπογράψει το συναινετικό με τους (σχεδόν) δικούς της όρους και να κλείσει αυτόν τον κύκλο, για να εστιάσει στις πληγές που άφησε σε εκείνη και στην κόρη της. Να επιστρέψουν στην κανονικότητα για πρώτη φορά και να τολμήσουν να ονειρευτούν ένα καλύτερο αύριο. Να ξαναχτίσουν τη ζωή τους, σε καινούργιες βάσεις με καινούργιες προοπτικές.

Με μοναδική ευχή η κόρη της –και κάθε κόρη– να γίνει καλύτερη από εκείνη, να μάθει να εντοπίζει και να πολεμά στη ζωή της κάθε μορφή κακοποίησης και να μη χρειαστεί να την ανεχτεί για κανέναν λόγο και καμία δικαιολογία.

 

Από τη Νίκη, όπως μου τα διηγήθηκε.

Συντάκτης: Acca Boolicious