

Από μικρή με συνέπαιρναν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια. Ποια είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω τους; Ποιοι έζησαν εκεί; Ήταν ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι; Και πώς κατέληξαν στη σημερινή τους μορφή, ως μισογκρεμισμένοι, κενοί σκελετοί, απολύτως αδιάφοροι στα περαστικά μάτια;
Με συναρπάζει να τα φωτογραφίζω, να τα περπατάω, να προσπαθώ να νιώσω την αύρα τους και να σκέφτομαι πώς φτάσαμε στο σήμερα. Για μένα, η περιπλάνηση μέσα σε αυτά τα κουφάρια είναι σαν να αποτίω φόρο τιμής στην ιστορία τους και η φωτογράφιση είναι ο μόνος τρόπος να πάρουν κάποια παράταση ζωής, να παραμείνουν για λίγο ακόμα ζωντανά. Έπεσαν έξω οι ιδιοκτήτες; Κακή διαχείριση; Απουσία κληρονόμων; Ή παρουσία πολλών που δε συνεννοούνται μεταξύ τους (περίεργο); Γραφειοκρατία (ανήκουστο)! Τι συντέλεσε σε όλο αυτό το κακούργημα;
Πόσα πράγματα θα μπορούσαν άραγε να μας διηγηθούν αυτοί οι τοίχοι; Πόσα ένοχα μυστικά, λύπες, χαρές, αγωνίες; Μικρά κοριτσάκια που έγιναν ολόκληρες γυναίκες και ίσως έκαναν τα δικά τους κοριτσάκια, και αυτά με τη σειρά τους χάθηκαν μέσα στη λήθη του χρόνου. Και βλέπεις αυτά τα σπίτια, που στέγασαν ανθρώπους, ζωές και όνειρα, σήμερα να στέκονται με τη φθαρμένη τους ομορφιά και να ατενίζουν το αβέβαιο μέλλον τους. Με μία υπερηφάνεια και μία στωικότητα για όσα θα ακολουθήσουν. Αν θα βρεθεί κάποιος επενδυτής να τους δώσει πίσω την αίγλη τους, αν θα κατεδαφιστούν και θα χτιστεί κάποιο άλλο κτίριο με τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα, ή αν απλά θα παραμείνουν εκεί μέχρι να πέσουν από φυσική φθορά.
Εμβληματικά κτίρια σε όλη την Ελλάδα έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους και, σε πολλές περιπτώσεις, καταλήγουν πηγή έμπνευσης τρομακτικών ιστοριών. Το ξενοδοχείο της Χούντας στη Σαρωνίδα, το Σανατόριο της Πάρνηθας, τα εργοστάσια στο Πάρκο των Λιπασμάτων, το εργοστάσιο Κρόνος στην Ελευσίνα, η Βίλα Λεβίδη είναι λίγα από τα επώνυμα παραδείγματα της Αττικής. Με φοβερές ιστορίες και βαρύγδουπα ονόματα από πίσω τους, που όμως σήμερα έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Και χιλιάδες άλλα «ανώνυμα» μικρά και μεγάλα κτίρια σε όλη τη χώρα. Στην επαρχία δε, δε μιλάμε απλά για κάποια κτίρια, αλλά για ολόκληρα χωριά – σχεδόν στο σύνολό τους έρημα και γκρεμισμένα. Όπως τα Κορέστεια στην Καστοριά. Με δυσανάλογα μεγάλη ιστορική και πολιτιστική σημασία για να είναι ξεχασμένα στον χρόνο. Όπως και τα χωριά της Μάνης, που δεσπόζουν στις βουνοκορφές και αγναντεύουν, σαν θεματοφύλακες της παράδοσης των Μανιατών.
Είναι απολύτως κατανοητό οι πρώην κάτοικοι αυτών των χωριών να έφυγαν, από τη στιγμή που δε δόθηκαν κίνητρα για να παραμείνουν, και να διάλεξαν τον ξεριζωμό για ένα πιο εύκολο μεροκάματο. Αναρωτιέμαι όμως: με την αστυφιλία που σήμερα μας πνίγει όλους περισσότερο από ποτέ, δε θα υπάρξουν μέτρα ή κίνητρα για να διασωθούν αυτά τα χωριά; Που θα έλυναν ταυτόχρονα και πολλά σύγχρονα προβλήματα; Πρέπει να περιμένουμε από τον τουρισμό; Ή από τους συνταξιούχους Ευρωπαίους να επιλέξουν ένα ερημωμένο χωριό, να το αγοράσουν για το τίποτα, να το ανακαινίσουν και να το αξιοποιήσουν επαγγελματικά ως Airbnb; Όπως συμβαίνει σε πάρα πολλά χωριά της Πελοποννήσου, όπου πλέον ακόμα και στα καταστήματα δε μιλάνε ελληνικά; Αυτή είναι η ανάπτυξη που περιμένουμε; Αυτό είναι το μέλλον της ελληνικής επαρχίας;
Τι λέμε όμως τώρα; Εδώ, ως χώρα, δεν έχουμε κάνει κάτι για το Τατόι – που είναι και στην Αττική. Θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια μεγάλη πηγή εσόδων για το ίδιο το κράτος. Αν φυσικά ήταν επισκέψιμο, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου τα ανάκτορα έχουν αξιοποιηθεί ως μουσεία. Και ας μην αναλωθούμε στις πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος για τη Βασιλεία, μπλα μπλα, δεν έχει κανένα νόημα· γιατί είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε, αυτή είναι η ιστορία της Ελλάδας και δεν αλλάζει. Κι έτσι, και τα ανάκτορα κείτονται στο μαράζι του χρόνου. Με πολλές ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις να έχουν κατασπαταληθεί (και γεμίσει τσέπες μερικών) χωρίς κανένα ουσιαστικό, κερδοφόρο αποτέλεσμα.
Oι κυβερνήσεις ανά διαστήματα υπόσχονται ότι θα ανακαινίσουν 63 κτίρια, 75 κτίρια, 12 κτίρια, που θα πάρουν ζωή μέσα από το τάδε πρόγραμμα και το τάδε κονδύλι. Σαν σατανική σύμπτωση, ποτέ δεν είναι στρογγυλοί αριθμοί· είναι πάντα ενδιάμεσοι, για να δώσουν κάποια σοβαρότητα στο επιχείρημά τους – κάτι σαν τους 29 κατασκευαστές πλυντηρίων. Λες και αν στρογγυλέψουν το νούμερο, θα χάσουν τη φερεγγυότητά τους. Ακόμα όμως και αν τελικά αυτά τα κτίρια «ζωντανέψουν», δε δίνονται ποτέ προς όφελος του λαού – δεν έχουν κάποια χρησιμότητα για εμάς, τους απλούς κοινούς θνητούς. Γίνονται κτίρια για να καλύψουν ανάγκες στέγασης κάποιου φορέα ή καταλήγουν να μεταμορφώνονται σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία.
Άρα, τελικά, ποιο είναι το δίλημμα για αυτά τα κτίρια; Η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος για την ανακαίνισή τους προς όφελος του κράτους; Ή η πλήρης εγκατάλειψή τους; Σαν τα κουφάρια ανθρώπων που βλέπουμε γύρω μας κάθε μέρα; Άνθρωποι που δεν έχουν πλέον όνειρα, φιλοδοξίες και περιμένουν το τέλος, γιατί έχουν πειστεί πως δε θα υπάρξει καμία σωτηρία, καμία μέριμνα από το κράτος. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος ήταν παιδιά, μανάδες, πατεράδες, αδέρφια — και τώρα είναι κουφάρια ψυχών.